Υπήρξαν φορές που αισθανθήκαμε μόνοι και πνιγμένοι σα να ‘μασταν μέσα σ’ ένα λεωφορείο χωρίς καθίσματα και χειρολαβές, που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Παλλόμαστε μες το ταξίδι της ζωής: στις επιλογές, στις αποφάσεις, εκεί που ο δρόμος δημιουργεί διχάλες -όχι μια και δυο αλλά χιλιάδες.
Σε τίποτε απ’ ό, τι γίνεται ο Θεός δεν είναι απών. Υπάρχουν περιπτώσεις που μπορεί να φτάσουμε σε σημείο οι απόντες να ‘μαστε εμείς: ο Θεός όμως είναι ο πάντοτε παρών. Αυτός ολοκληρώνει τα πάντα. Εμείς, απ’ την άλλη, μπορεί να είμαστε απόντες όταν στην αναμέτρησή μας με την πραγματικότητα, δε θέτουμε ως κριτήριο την αλήθεια μας ενώ τα κριτήρια είναι έργο του επίπλαστου εαυτού μας όπως αυτός παραμορφώνεται μέσα απ’ τις ανάγκες μας.
Πρώτος ο Χριστός, τόσοι άγιοι και τόσοι ασκητές, αυτό παντού μας λένε: όσο οι κοσμικές ανάγκες λιγοστεύουν, τόσο πιο λεύτερος ο άνθρωπος γίνεται.
Ο Θεός είναι λιτός πόσο μάλλον τα παιδιά Του.
Η εμμονή στην ανάγκη σφαλίζει τα μάτια της ψυχής να δούνε τον Θεό. Το θέλημα του Θεού δεν είναι πάντα δικό μας θέλημα. Ε, αυτό μαθαίνουμε στην εκκλησιά: ν’ αφήνουμε ο καθένας μας κι όλοι μαζί τον εαυτό μας κι όλη μας τη ζωή στο Θεό μας Ιησού Χριστό (…ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα).
Τίποτε στη ζωή δε γίνεται χωρίς να είναι θέλημα δικό Του. “Μα -θα πεις- αισθάνθηκα μόνος, αισθάνθηκα αφημένος, αισθάνθηκα βορά των επιλογών μου. Στ’ αλήθεια, έτσ’ αισθάνθηκα όταν οι προτεραιότητες μου, μου κλείνανε τα μάτια και δε μπορούσα να δω το χέρι του Θεού”. Έπειτα, ο κατακλυσμός τελειώνει. Έρχεται το ουράνιο τόξο που υποσχέθηκεν ο Θεός. Τότε ανοίγουμε τα μάτια βλέποντας ότι δεν ήμασταν μόνοι, ούτε για ένα κλάσμα δευτερολέπτου. Κι ο κατακλυσμός πάντα τελειώνει, όταν ακόμα μες το προσωπικό κρύο, αρχίζουμε ν’ αναζητάμε τη θεϊκή ζεστασιά που τελικά ήτανε πάντοτε παρούσα.
Δε σ’ αφήνει ποτέ ο Θεός! Ο Θεός φανερώνεται παντού. Φανερώνεται, στα απλά όμως μεγαλύνεται.
Τη στιγμή της μόνωσης, θα στείλει τον αδελφό να σε τραβήξει απ’ το χέρι, όπως έγινε άνθρωπος ο ίδιος για να σηκώσει τον Αδάμ κι όλους τους ανθρώπους απ’ τον θάνατο του Άδη.
Θα περάσει καιρός και θ’ αναλογιστείς το παρελθόν… Θα δεις πόσο σοφός έγινες, πόσο σε χαρίτωσε ο Θεός, μέσα απ’ τις στιγμές που μέχρι πρότινος θεωρούσες λάθος. Κι όμως, είχες πάρει τη σωστή απόφαση! Εκεί που το λεωφορείο της ζωής σ’ έβγαζε απ’ την τροχιά του δρόμου, αυτός που συγκράτησε το λεωφορείο και δε ριπίστηκες στο κενό, είναι ο Θεός! Ο Θεός που “καταδιώκει”, χωρίς διεκδικήσεις… Τούτο γιατί η καταδίωξή Του γίνεται με Έλεος, μ’ ατέλειωτη κι ασύμβατη Αγάπη.
Ο Θεός δε μας αγαπά γιατί είμαστε δραστήριοι πολίτες, ούτε γιατί έχουμε ή δεν έχουμε χρήματα. Ο Θεός μας αγαπά γιατί είμαστε παιδιά Του. Κι επειδή είμαστε όλοι παιδιά Του χωρίς διακρίσεις όλους μας αγαπά.
Ο Θεός έγινε άνθρωπος, πήρε όνομα σαν κι εμάς, ακολούθησε τις συμβάσεις των ανθρώπων: παρουσιάστηκε στο Ναό, κατά το έθιμο, σήμερα ημέρα της Υπαπαντής, ακριβώς ώστε για να συντροφεύσει τον καθένα από ‘μας, ξεχωριστά σττο δρόμο της ζωής. Στην Υπαπαντή, ακολουθεί τον άνθρωπο μέχρι και σ’ αυτή την τυπική διαδικασία, όπως την παρουσίαση του αρσενικού νεογνού στο Ναό…
Αυτή η συντροφιά, αυτό το Φως, αυτή η ζεστασιά είναι που νικούν τη μόνωση, το σκοτάδι, το ίδιο το κρύο του θανάτου. Μας ακολουθεί στα πάντα μας ο Θεός, ακόμα κι εκεί που νομίζουμε ότι δεν έχουμε κανέναν. Κι επειδή ο Χριστός δεν είναι ιδέα ή σύστημα (εύκολα θα σκεφτεί κανείς ότι και ιδέες μας μπορεί να μας ακολουθήσουν…), ο Κύριος μας ακολουθεί και στον θάνατο που τον μεταμορφώνει σε Ζωή. Αυτός άλλωστε πρώτος -για χάρη του καθενός από εμάς που πατά σε τούτην εδώ τη γη- νίκησε το θάνατο “φωτίζων τούς ἐν σκότει”. Μεγάλη η ημέρα τούτη της Υπαπαντής για την προσωπική ιστορία του καθένα. Χαρά για την σύμπασα Εκκλησία!
Ιάσων Ιερομ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου