«….Ευχαριστώ, για την τιμητική πρόσκληση που μού έγινε, από τον Ταξίαρχο κ. Ιωάννη Χουζούρη και τους συνεργάτες του, στη Δ/ση της Σχολής, να απευθυνθώ στην εκλετή ομήγυρη σας, προκειμένου να προσεγγίσομε, από νομική άποψη, όσα αναφέρονται, στην Αγία Γραφή και στην Ι. Παράδοση, για τη Σταυρική Θυσία του Κυρίου.!
«Εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι, ειμή εν τω Σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» έγραφε ο Απόστολος Παύλος στους Γαλάτες (Στ΄ 11-18)
1. Το κλίμα πρίν τη δίκη του Χριστού
α. Στην πορεία της ανθρωπότητος έχουν γίνει πολλές δίκες, έχουν επιβληθεί ποινές, και έχουν σταυρωθεί πολλοί άνθρωποι. Ο ΣΤΑΥΡΟΣ όμως, που σφράγισε την σωτήρια πορεία της ανθρωπότητος, είναι ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.
Τι όμως έγινε τότε στη Γεθσημανή, στο Μέγα Συνέδριο, στο Πραιτώριο, στον Βασιλέα Ηρώδη, στον Γολγοθά ή Κρανίου τόπο;
Θα δούμε, γιατί ο Σταυρός του Χριστού διαφέρει, από όλους τους άλλους σταυρούς της ιστορίας, και από τιμωρητικό όργανο και σύμβολο ατιμίας, έγινε «Τίμιο Ξύλο» και «όπλον κατά του Διαβόλου».
«Τρέμουν οι δαίμονες, επειδή οι άλλοι άνθρωποι πέθαναν στο σταυρό εξαιτίας των αμαρτιών τους, ο Χριστός όμως, πέθανε για τις ξένες αμαρτίες».
Γράφει για τον Τίμιο Σταυρό, ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων[1] (Κατήχηση Φωτιζομένων, ΙΓ΄, σελ. 353). Ο Τίμιος Σταυρός είναι το όπλο και το καύχημα μας «φρίττει γαρ και τρέμει, μη φέρων καθοράν αυτού την δύναμιν» ο διάβολος.
β. Στο υπό Ρωμαϊκή κατοχή κράτος του Ισραήλ. Ηρωδιανοί, Σαδδουκαίοι, Φαρισαίοι άρχοντες, ενηλάσσοντο στην εξουσία, με το αζημίωτο, έναντι του Ρωμαίου κατακτητή. Κατά τον αείμνηστο Μητροπολίτη Φλωρίνης, Αυγουστίνο[2], τι έκαναν όλοι αυτοί;
«Κάθονταν και ψιλοκοσκίνιζαν το νόμο του Μωϋσέως και λεπτολογούσαν γύρω από τις διατάξεις των ραβίνων. Έτσι είχαν φτιάξει εκατοντάδες εντολές, ένα πλήθος διατάξεις, ολόκληρο κατάλογο εντολών, 618 και πλέον εντολές!»
Ή πολυνομία όμως, και οι αμέτρητες εντολές είχαν επιφέρει σύγχυση, καταπίεση, φόβο και προβλήματα στο λαό.
γ. Τους Εβραίους αυτούς Άρχοντες, προβλημάτιζαν τα θαύματα του Ιησού, και τα, πάντοτε επίκαιρα, «ΟΥΑΙ». Αφορμή, να ξεχειλίσει το ποτήρι του μίσους και της οργής τους, υπήρξεν η ανάσταση του Λαζάρου. Αυτή θορύβησε και προβλημάτισε έντονα, την Εβραϊκή ελίτ, γιατί πολλοί Ιουδαίοι επίστευσαν στον Χριστό. Γράφει γι’ αυτή τους την αγωνία, ο ευαγγελιστής Ιωάννης:
«….. Τι ποιούμεν, ότι ούτος ο άνθρωπος πολλά σημεία ποιεί; Εάν αφώμεν αυτόν ούτω, πάντες πιστεύσουσιν εις αυτόν, και ελεύσουσιν οι Ρωμαίοι και αρούσιν ημών και τον τόπον και το έθνος...» Συνεδρίασαν και διηρωτώντο. Τι θα κάνομε; Αυτός κάνει θαύματα. Αν τον αφήσουμε έτσι, όλοι θα πιστέψουν σ’ Αυτόν. Εμείς θα χάσουμε την εξουσία και οι Ρωμαίοι, θα μας πάρουν, και τον τόπο και το έθνος.
Εσκέπτοντο μάλιστα, να σκοτώσουν τον αναστημένο Λάζαρο, που ήταν η αιτία του κακού, που τους βρήκε. «Εβουλεύσαντο δε οι αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν....» (Ιω. ιβ΄10) Εξαιτίας του απειλείται η εξουσία τους!....«... Εις δε τις εξ αυτών Καϊάφας[3], αρχιερεύς ων του ενιαυτού εκείνου, είπεν αυτοίς …. ότι συμφέρει ημίν ίνα εις άνθρωπος αποθάνη υπέρ του λαού και μη όλον το έθνος απόληται.» (Ιω. ια΄ 47-50) Μας συμφέρει να θανατώσουμε τον Ιησού, για τη σωτηρία του Λαού και, για να μη χαθεί όλο το έθνος.
Κανείς από το Συνέδριο δεν αντιδρά, κανείς δεν ερωτά, κανείς δεν ερευνά, γιατί συνεδριάζουν νύχτα, και, γιατί να φονεύσουν τον Ιησού; Τους ενδιέφερε άραγε ο λαός; Σαφώς όχι! Η δική τους εξουσία και τα προνόμια! Γι’ αυτή τους τη συμπεριφορά ο Ιησούς τους ονόμασε «όφεις, γεννήματα εχιδνών!» (Ματθ. κγ΄ 33)
2. Η σύλληψη του Ιησού.
α. Είναι βράδυ και ο Χριστός, πήγε μαζί με τους μαθητές του, στο Όρος των ελαιών και, όπως συνήθιζε, μπαίνει σ’ ένα κήπο «πέραν του χειμάρρου των κέδρων», (Ιωαν. ιη΄ 1) κοντά στη Γεθσημανή[4], και εκεί, «απεσπάσθη απ’ αυτών ωσεί λίθου βολήν, και θείς τα γόνατα προσηύξατο» (Λουκ. κβ΄ 39-46) Μακριά από τους μαθητές του, όσο μία πετριά.
Εκεί «έπεσεν επί πρόσωπον επί της γής και προσηύχετο ίνα, ει δυνατόν εστί, παρέλθει απ’ αυτού η ώρα....» (Μάρκ. ιδ΄ 32-42). Μαζί του πήρε μόνο τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τους υιούς Ζεβεδαίου, «Και γενόμενος εν αγωνία εκτενέστερον προσηύχετο, εγένετο δε ο ιδρώς αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος, καταβαίνοντες επί την γην» (Λουκ.22, 44). Ο ιδρώτας πότιζε τη γή σαν σταγόνες αίματος. «χαρά στο χόρτο πώλαχε να πιεί σε τέτοια βρύση» για να θυμηθούμε τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη[5].
Βασικό αίτημα της προσευχής του: «...τήρησον αυτούς Πάτερ ίνα ώσιν έν καθώς ημείς...Ους δεδωκάς μοι εφύλαξα και ουδείς εξ αυτών απώλετο, ειμή ο υιός της απωλείας.....» Φύλαξέ τους να είναι ένα, όπως Εμείς. Καί ποιούς να φυλάξει; Τους μελλοντικούς σταυρωτές Του, αυτούς που ψώμισε στην έρημο και για χάρη τους έσχισε την Ερυθρά Θάλασσα στα δύο, και τώρα τον συνέλαβαν ως κακούργο για να τον δικάσουν!
β. Στον ίδιο χρόνο οι μαθηταί κοιμούνται. Με παράπονο ο Χριστός τους ξυπνά: «ουκ ισχύσατε μίαν ώραν γρηγορήσαι μετ’ εμού; ......καθεύδετε το λοιπόν και αναπαύεσθε! Ιδού ήγγικεν η ώρα και ο υιός του ανθρώπου παραδίδοται εις χείρας αμαρτωλών εγείρεσθε άγομεν ιδού ήγγικεν ο παραδιδούς με.» (Ματθ. κστ΄ 36-46).Δεν αντέξατε να μείνετε μία ώρα ξύπνιοι μαζί μου; Έφθασε η ώρα!
Και όντως είχε ήδη φθάσει, ο προδότης των αιώνων, ο Ιούδας, με στρατιώτες του Συνεδρίου και όχλο, «μετά μαχαιρών και ξύλων» (Ματθ. κστ΄ 47), και με φίλημα παρέδωσε τον Ιησούν. Από τη στιγμή αυτή αρχίζει το Θείο δράμα. Ο άνθρωπος «εν τιμή ων ου συνήκε, παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς» διαβάζομε, στον 48ο ψαλμό, στο στιχ. 13. Πλασμένος από τον ίδιο το Θεό ο άνθρωπος δεν ένοιωσε την Ιδιαίτερη τιμή της δημιουργίας του. Έγινε ό, τι και τα ά-λογα κτήνη. Έγινε ένα μ’ αυτά. Δέσμευσε τον Πλάστη και Δημιουργό του και ετοιμάζεται να τον δικάσει!!!
3. Τα πρόσωπα της δίκης, οι δικαστές…
α. Ο Άννας ήτο τέως Αρχιερέας και πενθερός, του Καϊάφα, του Αρχιερέα τής χρονιάς εκείνης.
Σ’ αυτόν προσήχθη, μετά τη σύλληψή του ο Ιησούς. Η προσαγωγή αυτή, αποτελεί ευθεία παραβίαση της δικονομικής τάξεως και των δικαιωμάτων του συλληφθέντος. Ο Χριστός δεν προσήχθη στο Δικαστήριο, όπως θα έπρεπε, αλλά πρώτα, στον Αρχιερέα Άννα, που δεν είχε κανένα θεσμικό ρόλο, και εν συνεχεία στον γαμπρό του Αρχιερέα, Καϊάφα.
β. Το Ανώτατο Εβραϊκό Δικαστήριο των Ιουδαίων, ήτο το Μέγα Συνέδριο[6] Μεγάλο Σανχεντρίν. Είχε όλες τις εξουσίες, για τους εβραίους πολίτες, και είχε την έδρα του στην Ιερουσαλήμ. Απετελείτο από 70 και κατ’ άλλους, από 120 μέλη. Προηδρεύετο από τον Αρχιερέα, ανώτατο πνευματικό και διοικητικό αρχηγό του Ισραήλ. Είχε δύο αντιπροέδρους και στις διαταγές του, την «κουστωδία», εθνική αστυνομική δύναμη, με στρατιωτική δομή.
Το σύνολο σχεδόν των δικονομικών κανόνων, του Μ. Συνεδρίου, προσδιορίζεται στα βιβλία, Δευτερονόμιο και Λευιτικό, της Π. Διαθήκης.[7]. Η θανατική ποινή προεβλέπετο, για αρκετά αδικήματα, (πορνεία, μοιχεία, ανυπακοή στους γονείς) αλλά, σπανίως επεβάλλετο. Οι θανατικές καταδίκες, έπρεπε να επικυρωθούν, από τη Ρωμαϊκή εξουσία
γ. Η εκτέλεση της θανατικής ποινής εγίνετο με διάφορους τρόπους. Ο πλέον εξευτελιστικός και βασανιστικός, ήτο ο σταυρικός θάνατος, ενώ συνηθέστερος τρόπος θανάτωσης, ήτο o λιθοβολισμός, και ολιγότερον η πυρά. Πλήθος οι δούλοι και οι αντίπαλοι των αυτοκρατόρων, που σταυρώθηκαν στη Ρώμη.
Η Αππία οδός, που οδηγούσε στη Ρώμη, ήτο ο συνήθης τόπος, όπου τοποθετούσαν τους εσταυρωμένους καταδίκους, προς παραδειγματισμό. Το αποδίδει θαυμάσια ο σκηνοθέτης στην ταινία «ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ», που αναφέρεται στο κίνημα των δούλων[8] όπου μετά την καταστολή του σταυρώθηκαν 6.000 δούλοι. Οι σταυροί ενεπάγησαν, σε όλη την έκταση, από το Μπρίντιζι, έως τη Ρώμη. Οι Ρωμαϊκές Λεγεώνες νίκησαν τους επαναστατημένους, στη Λουκανία, στη Νότια Ιταλία, άνοιξη του 71 π. Χ.
4. Επί της διαδικασίας…
Α. Τόσο στο Ρωμαϊκό, όσο και στο Εβραϊκό δίκαιο, ο Κατηγορούμενος, είχε δικαίωμα:
α) να μιλήσει,
β) να καλέσει μάρτυρες και
γ) να τύχει καλής μεταχειρίσεως, κατά τη διάρκεια της δίκης. Παράλληλα
δ) μέχρι την τελική του καταδίκη, εθεωρείτο αθώος.
Κατά τις μαρτυρίες των ιστορικών συγγραφέων, της εποχής, για τα συμβαίνοντα στην ακροαματική διαδικασία, δεν ετηρούντο πρακτικά, αλλά για την καταδίκη εξεδίδετο γραπτό διάταγμα[9].
Σ’ αυτό κατεχωρίζοντο τα στοιχεία του κατηγορουμένου, η κατηγορία, η ημέρα που δικάστηκε και η απόφαση του Συνεδρίου. Διάταγμα καταδίκης του Χριστού πάντως, από το Μέγα Συνέδριο, δεν έχει βρεθεί. Έχει βρεθεί μόνο κείμενο της επικυρωτικής αποφάσεως του Πιλάτου, για την σταύρωση του Χριστού, που ζήτησαν οι Εβραίοι[10].
Η απόφαση δεν μπορούσε να στηριχθεί στην ομολογία του κατηγορουμένου, αλλά μόνο στις μαρτυρίες. Σήμερα η ομολογία του κατηγορουμένου γίνεται δεκτή, σαν αποδεικτικό μέσο, σύμφωνα με την ισχύουσα ποινική δικονομία (άρθρο 178 εδ. δ΄).
ε) Η δίκη έπρεπε να διεξαχθεί ημέρα, με ανοικτές τις πόρτες, ενώπιον του λαού, και, όχι νύχτα, και χωρίς ακροατήριο, όπως έγινε. Άρχιζε με τους μάρτυρες υπερασπίσεως και ακολουθούσαν, τουλάχιστον δύο μάρτυρες κατηγορίας. Οι μάρτυρες έπρεπε να δώσουν, χωριστά ο καθένας, συγκεκριμένη και ταυτόσημη μαρτυρία, κρατώντας το δεξί τους χέρι, πάνω στο κεφάλι του κατηγορουμένου.
Σε περίπτωση θανατικής καταδίκης, έπρεπε να συμμετέχουν στην εκτέλεση και να ρίξουν τις πρώτες πέτρες, εάν η θανάτωση εγίνετο με λιθοβολισμό. Θυμηθείτε το μαρτυρικό θάνατο του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου με λιθοβολισμό, αλλά και τη μοιχαλίδα, που πήγαν στον Χριστό, αποφασισμένοι να την λιθοβολήσουν, κατά το Μωσαϊκό δίκαιο, αλλά και για να τον παγιδεύσουν.[11]
στ) Οι Δικαστές όφειλαν να είναι δίκαιοι, αμερόληπτοι, και, κάποιοι απ’ αυτούς, είχαν δικονομική υποχρέωση να υπερασπίζουν τον κατηγορούμενο.
Στα γεγονότα της δίκης και της σταυρώσεως του Χριστού, τίποτα απ’ αυτά δεν έγινε. Όλα «τάσκιαζε η φοβέρα». Νόμος υπήρξε η επιθυμία και η απόφαση του Καϊάφα, να σταυρωθεί ο Ιησούς, με συνοπτικές διαδικασίες.!!! Ανθρωπάρια οι Δικαστές-μέλη του Συνεδρίου, δεν ετήρησαν το Μωσαϊκό νόμο, αλλά φοβήθηκαν την εξουσία του Καϊάφα και εξεπλήρωσαν την επιθυμία του. Μόνο, ο Νικόδημος ο από Αριμαθαίας, μετά τη σταύρωση, «τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού».(Ιωάν. ιθ΄39).
ζ) Σε περίπτωση θανατικής καταδίκης ο Μωσαϊκός νόμος, προέβλεπε ότι, η τελική απόφαση ανεβάλλετο, για τη μεθεπόμενη ημέρα.
Έπρεπε δηλαδή η απόφαση να δημοσιευθή Σάββατο! Δείτε όμως την πονηρία της οικογενείας των Αρχιερέων πεθερού και γαμβρού. Δίνουν εντολή συλλήψεως την Πέμπτη τη νύχτα, και με σατανική ταχύτητα, «λόγω του κατεπείγοντος», όπως θα λέγαμε σήμερα, σχεδίασαν Παρασκευή μεσημέρ, να έχουν τελειώσει και με τη Σταύρωση, Έτσι και έγινε. Όλα αυτά, στα μάταια του «λαού» είχαν αληθοφανή αιτιολογία «να πεθάνει ένας υπέρ του λαού». Η ταχύτητα της διαδικασίας ήτο, δήθεν αναγκαία, «ίνα μη μιανθώσι αλλ’ ίνα φάγωσι το Πάσχα»[12] Έφθασε το Πάσχα και έπρεπε να είναι καθαροί. «Ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι διυλίζετε τον κώνωπα την δε κάμηλον καταπίνετε»!!! (Ματθ. κγ΄ 27)
η) Εφόσον επεκυρώνετο η θανατική καταδίκη, από το Ρωμαίο έπαρχο, η εκτέλεση έπρεπε να γίνει, την επόμενη ημέρα και, ποτέ αυθημερόν. Δηλαδή, από την έναρξη της ακροάσεως του κατηγορουμένου, μέχρι την εκτέλεση της θανατικής ποινής, έπρεπε να περάσουν, τουλάχιστον 4 μέρες.!!![13]
θ) Σ’ αυτό το διάστημα οτιδήποτε ελαφρυντικό, κατατεθεί για τον κατηγορούμενο ανέστελλε αμέσως την εκτέλεση.
ι) Ο Άννας, χωρίς να έχει καμιά εξουσία, άρχισε να ανακρίνει τον Κύριο για να βρει πρόφαση κατηγορίας εναντίον Του. Κι ο Χριστός απαντά: «Επερώτησον τους ακηκοότας» «εν κρυπτώ ελάλησα ουδέν».(Ιω. ιη΄,20). Ρώτησε αυτούς που με άκουσαν. Δεν είπα τίποτα κρυφά. Η απάντηση άφησε άφωνο τον εμπαθή και διεφθαρμένο Αρχιερέα, γιατί δεν μπορούσε να στηρίξει μ’ αυτή κατηγορία.
Ένας υπηρέτης του Άννα, χτύπησε κατά πρόσωπο τον Ιησού λέγοντας: «ούτως αποκρίνη τω αρχιερεί;» (Ιω. ιη΄ 22). «Έτσι μιλούν στον Αρχιερέα;». Τι αφοσιωμένος αλήθεια στρατιώτης! Η δουλοπρέπεια και η αυθαιρεσία στην υπηρεσία της παραφροσύνης!. «Ράπισμα κατεδέξατο ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ» θα πεί ο υμνωδός την (Μ. Πέμπτη). Ενδεικτική του «μπάχαλου και της οχλοκρατίας» «της χάβρας των Ιουδαίων», που επικρατούσε, στη «Δίκη» η συμπεριφορά των στρατιωτών. Μετά από λίγο οδήγησαν τον Χριστό, στην αυλή του αρχιερέως Ιωσήφ «Καϊάφα».
ια) Μέχρις ότου συγκεντρωθούν τα μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου, οι υπηρέτες προπηλάκιζαν, έβριζαν και περιέπαιζαν τον Χριστό. Τι κι’ αν το εβραϊκό και το Ρωμαϊκό δίκαιο, απαγόρευαν, την κακοποίηση του κατηγορουμένου, πριν την τελική καταδίκη του[14];.
Με την έναρξη του Συνεδρίου είχαν ήδη σημειωθεί τρεις δικονομικές παραβάσεις.
α) Το Μέγα Συνέδριο συνεδρίασε στο σπίτι του αρχιερέα σαν παρέα, και όχι, στο κτίριο του Δικαστηρίου.
β) συνεδρίασε νύκτα, καίτοι απαγορευόταν κάτι τέτοιο[15]
γ) συνεδρίασε, χωρίς να προϋπάρχει σαφής κατηγορία, από δύο τουλάχιστον μάρτυρες, όπως απαιτούσε η δικονομία. «Εσμό Θεοκτόνων» ονομάζει, πολύ επιτυχημένα, ο υμνωδός το Συνέδριο: «Των Θεοκτόνων ο εσμός, Ιουδαίων έθνος το άνομον, προς Πιλάτον εμμανώς, (με μανία) ανακράζον έλεγε ·Σταύρωσον, Χριστόν τον ανεύθυνον. Βαραββάν δέ μάλλον ούτοι ητήσαντο.» και αλλού «ολέθριος σπείρα θεοστυγών, πονηρευομένων, Θεοκτόνων συναγωγή, επέστη Χριστέ σοι, και ως άδικον είλκε, τον Κτίστην των απάντων! (Από τον όρθρο της Μ. Παρασκευής) Ζητούσαν από τον Πιλάτο, με μανία (εμμανώς) τη σταύρωση του Ιησού, και να τους δώσει πίσω, το ληστή το Βαραββά!!!
Για να φαντασθούμε το σκηνικό.
Μέσα στη νύχτα, το συνέδριο και οι άνθρωποί του αλαλάζοντες! Αυτοί ήσαν το ακροατήριο και «ο λαός»!. Οι παρατρεχάμενοι της εξουσίας, παρακολουθούσαν τη δίκη και καταδίκη τον Ιησού. Ο υπόλοιπος λαός, ο λαός του «Ωσσανά εν τοις υψίστοις», εθεώρει «εν απορία» τα γενόμενα. Είχαν ανάψει φωτιές, έξω από την αυλή του Αρχιερέως Άννα, και εθερμαίνοντο. Περίμεναν την απόφαση. Σε μία απ’ αυτές τις φωτιές, και ο Απόστολος Πέτρος, «μακρόθεν εστώς και θερμαινόμενος». Ηρνήθη τον Διδάσκαλον τρίς και «εμνήσθη του ρήματος του Ιησού ειρηκότος πριν αλέκτωρ φωνήσαι τρις απαρνήσει με και, εξελθών έξω έκλαυσε πικρώς» (Ματθ. κστ΄, 36)
5. Τα κατά τη δίκη συμβάντα…
α. Αντιδικονομικά, μετά την έναρξη της δίκης, και όχι προ αυτής όπως έπρεπε, «εζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατά του Ιησού όπως αυτόν θανατώσωσι, και ουχ εύρον· και πολλών ψευδομαρτύρων προσελθόντων, ουχ εύρον. ύστερον δε προσελθόντες δύο ψευδομάρτυρες είπον· ούτος έφη, δύναμαι καταλύσαι τον ναόν του Θεού και δια τριών ημερών οικοδομήσαι αυτόν. Και αναστάς ο αρχιερεύς είπεν αυτώ· ουδέν αποκρίνει; τι ούτοι σου καταμαρτυρούσιν;» (Ματθ. 26 59-63) Βρέθηκαν δύο ψευδομάρτυρες, που διαστρέβλωσαν το λόγο του Κυρίου.
Ο Χριστός, ανεφέρετο στην σταύρωση και την Ανάσταση Του, και όχι στο ναό του Σολομώντος.
Οι μαρτυρίες όμως, αν και δόθηκαν αντικανονικά, με την ταυτόχρονη παρουσία και των δύο μαρτύρων, δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους. Έτσι προέκυψε δικονομικό πρόβλημα για το Συνέδριο. Ως ψευδομάρτυρες, σύμφωνα με το Δευτερονόμιο, έπρεπε να καταδικαστούν αμέσως σε θάνατο.
Όριζε σχετικά το Δευτερονόμιο: «ἐπὶ δυσί μάρτυσιν ἢ ἐπί τρισί μάρτυσιν αποθανεῖται ὁ αποθνήσκων· οὐκ αποθανεῖται ἐφ’ ἑνὶ μάρτυρι. καὶ ἡ χεὶρ τῶν μαρτύρων ἔσται ἐπ᾿ αὐτῷ ἐν πρώτοις θανατῶσαι αὐτόν, καὶ ἡ χεὶρ τοῦ λαοῦ ἐπ᾿ εσχάτων· καὶ ἐξαρεῖς τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν. (Δευτ. ιζ΄ 6-7) «και ιδού μάρτυς άδικος εμαρτύρησεν άδικα, αντέστη κατά του αδελφού αυτού, και ποιήσετε αυτώ ον τρόπον πονηρεύσατο ποιήσαι κατά του αδελφού αυτού... Και οι επίλοιποι ακούσαντες φοβηθήσονται....». (Δευτ. ιθ΄ 18-21)[16] Καταδίκη τέτοια όμως των ψευδομαρτύρων δεν έγινε.
β. Το Συνέδριο αποφάσισε, ότι δε μπορεί να στηριχθεί σ’ αυτούς τους μάρτυρες, αλλά δεν τους τιμώρησε. Ο Πρόεδρος του, ο παμπόνηρος αρχιερέας Καϊάφας, ρώτησε, μετά τις καταθέσεις, το Χριστό, με περισσή εμπάθεια: «συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού; λέγει αυτώ ο Ιησούς. Συ είπας... Τότε ο αρχιερεύς διέρρηξε τα ιμάτια αυτού λέγων ότι εβλασφήμησε. Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων;» (Ματθαίου κστ΄ 63). Ο θεατρινισμός της διαρρήξεως των ιματίων, απόλυτα απαγορευμένος, από το Λευϊτικό, στην υπηρεσία της μανίας και των εντυπώσεων! «τὴν κεφαλὴν ουκ αποκιδαρώσει και τα ιμάτια ου διαῤῥήξει,» (δεν θα αφαιρέση το κάλυμμα της κεφαλής του, δεν θα γυμνώση αυτήν εις ένδειξιν πένθους και δεν θα διαρρήξη, για κανένα λόγο τα ιμάτιά του.) (Λευϊτικόν 6, κα΄ 10).[17]
δ) Δεν υπήρξε στη δίκη καθόλου υπεράσπιση, απαραίτητο μέρος της δικαστικής διαδικασίας[18]. Την υπεράσπιση την ανελάμβανε ένας τουλάχιστον από τους δικαστές, για να μην μείνει κανένας κατηγορούμενος ανυπεράσπιστος.
ε) Μετά την αντιδικονομική, οργίλη και παράνομη, συμπεριφορά του Αρχιερέα, τα μέλη του Συνεδρίου εψήφισαν δια βοής[19] «ένοχος θανάτου εστί», ενώ έπρεπε να γίνει, όπως γίνεται και σήμερα, ψηφοφορία με τη σειρά, από το νεότερο δικαστή, προς τους παλαιότερους, με τελευταίο τον πρόεδρο. (Ματ. κστ΄ 67).
στ) Έτσι ο Χριστός εδικάσθη και κατεδικάσθη, χωρίς μάρτυρες κατηγορίας και υπερασπίσεως. Εδικάσθη σε παρωδία δίκης και κατεδικάσθη, από μόνο τον Αρχιερέα Καϊάφα, με την παρουσία και την προτροπή του πεθερού του, Άννα. Την παράνομη καταδίκη και τις δικονομικές παραβιάσεις ακολούθησαν έκτροπα. Ποιητικότατα τα αποδίδει ο υμνωδός, στην ακολουθία του όρθρου, της Μ. Παρασκευής: «........τα ραπίσματα, τα κολαφίσματα, τας ύβρεις, τους γέλωτας, την πορφυράν χλαίναν, τον κάλαμον, τον σπόγγον, το όξος, τους ήλους, την λόγχην, και προ πάντων, τον σταυρόν, και τον θάνατον, α δι’ ημάς εκών κατεδέξατο» (Μάρκ. ιδ΄ 65).
ζ) Για να τηρήσουν τα προσχήματα, οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι, περίμεναν να ξημερώσει και συνεδρίασαν πάλι, για να επικυρώσουν την καταδίκη, στο κτίριο του Μεγάλου Συνεδρίου, δίπλα στα τείχη της Ιερουσαλήμ. (Μάρκ. ιε΄,1). Πρωί-πρωί, εξουθενωμένο, παρέδωσαν δέσμιο τον Ιησού, στη Ρωμαϊκή διοίκηση, δηλ. στον Πιλάτο. Στη νύχτα που προηγήθηκε σχεδιάστηκαν και έγιναν όλα. Το πράγμα έχει την εξήγησή του. Ο δικαζόμενος Ιησούς είχεν είπει, για τα έργα της νυκτός: «πaς γaρ ὁ φαύλα πράσσων, μισεῖ τὸ φώς, καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φώς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τα ἔργα αυτού υπό του φωτός. Ο δὲ ποιῶν τὴν αλήθειαν ἔρχεται πρὸς τὸ. φώς..» (Ιω. γ΄ 20,21). Ο υμνωδός στην Ακολουθία των Αγίων Παθών, τη Μ. Πέμπτη, πριν το 12ο Ευαγγέλιο θα ψάλλει το συγκλονιστικό: «Ήδη βάπτεται κάλαμος αποφάσεως, παρά κριτών αδίκων και Ιησούς δικάζεται και κατακρίνεται Σταυρώ. Και πάσχει η κτίσις, εν Σταυρώ καθορώσα τον Κύριον.»
Άδικοι κριτές, με άδικη απόφαση, καταδίκασαν σε θάνατο τον Ιησού. Τα θαύματα και η διδασκαλία του Χριστού, είχαν πείσει τους απλούς ανθρώπους ότι, πρόκειται όντως, για το ΜΕΣΣΙΑ ΧΡΙΣΤΟ, αλλά δεν έπεισαν τα μέλη του Συνεδρίου. Εκείνοι, βυσσοδομούντες κατεδίκασαν τον Ιησού σε θάνατο, με την κατηγορία της βλασφημίας, χωρίς να εξετάσουν μήπως ήσαν προ «της ενανθρωπίσεως του Θεού και όχι προ της Θεοποιήσεως ενός λαοπλάνου και δημεγέρτη ανθρώπου».
Αρχιερείς και Πρεσβύτεροι δεν εξήτασαν, δεν ηρεύνησαν, δεν ηθέλησαν να δικάσουν δίκαια. Συνήγαγον, «το πονηρόν κατά του Χριστού Συνέδριον», «μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα», άβουλοι, υπάκουοι στις επιθυμίες των Άννα και Καϊάφα, εβιάζοντο να σταυρώσουν, και όχι να δικάσουν δίκαια. Δέσμιο τον οδηγούν, στον Ρωμαίο Πόντιο Πιλάτο, για να επικυρώσει τη θανατική καταδίκη.
6. Η Ρωμαϊκή δίκη…
Α. α) Πρωΐ της Μ. Παρασκευής, παραμονή του εβραϊκού Πάσχα. Κατά το απαρέγκλιτα τυπολατρικό, ρωμαϊκό δίκαιο, η δικαστική εξουσία ήτο αυστηρά συνδεδεμένη με την έδρα, την τήβεννο και τη σφραγίδα του δικαστή. Επειδή οι εβραίοι δεν έμπαιναν στην κατοικία ειδωλολάτρη, έστω κι’ αν αυτός ήτο ο ηγεμόνας, «ίνα μη μιανθώσι, αλλ’ ίνα φάγωσι το Πάσχα», ο ρωμαίος ηγεμών παρεκκλίνοντας, από το αυστηρό δικονομικό τυπικό, που προέβλεπε, τη διεξαγωγή της δίκης, εντός του Πραιτωρίου, διέταξε και τοποθέτησαν τη δικαστική του έδρα (sella curulis), στο λιθόστρωτο, μπροστά από το Πραιτώριο, για να δικάσει εκεί, τον παράνομα δεσμευμένον και κρατούμενο Ιησού.
Η δέσμευση του κατηγορουμένου, πριν την καταδίκη του, κατά τη διάρκεια της δίκης, είναι η πρώτη δικονομική παράβαση. Έτσι αρχίζει η Ρωμαϊκή δίκη προ του πραιτορίου, με την ερώτηση του Πιλάτου: «τίνα κατηγορίαν φέρετε κατά του ανθρώπου τούτου;» Για ποιό πράγμα κατηγορείτε αυτόν τον άνθρωπο;
β) Επειδή κατηγορία, για βλασφημία δεν προεβλέπετο, στο Ρωμαϊκό δίκαιο των πολλών θεών, η απόφαση του Συνεδρίου, ήτο αδιάφορη για τον Πιλάτο. Συνεπώς δεν θα επέφερε την πολυπόθητη, για τους Φαρισαίους, θανατική καταδίκη.
Γι’ αυτό, ο πανούργος αρχιερέας Καϊάφας, διετύπωσε, εις επήκοο των περιέργων και των παρατρεχάμενων, μία εντελώς καινοφανή, κατηγορία λέγοντας: «τούτον εύρομεν διαστρέφοντα το έθνος και κωλύοντα Καίσαρι φόρους διδόναι, λέγοντα εαυτόν Χριστόν Βασιλέα είναι».(Λουκά ΚΓ΄,2) «Τον βρήκαμε να υποκινεί το έθνος να μην πληρώνει φόρους στον Καίσαρα και να επαναστατήσει, κατά του Καίσαρα.» Ψευδής η απάντηση και η κατηγορία αυτή του Καϊάφα.
Μ’ αυτή εμφανίζεται ο Χριστός, όχι βλάσφημος, όπως τον καταδίκασε το συνέδριο, αλλά πολιτικός εγκληματίας και επαναστάτης, κατά της Ρώμης και του Αυτοκράτορα!!! Έτσι καθιερώνεται η δικαιοδοτική αρμοδιότητα του Πιλάτου.
Αξίζει να σημειώσουμε εδώ, ότι, όταν ο Χριστός είχε ερωτηθεί, υποβολιμαία, για τη ρωμαϊκή φορολογία, από τους Ηρωδιανούς, Εκείνος είχε δώσει σαφή αποστομωτική απάντηση: «Επιδείξατέ μοι το νόμισμα του Κήνσου. Οι δε έδωκαν αυτώ δηνάριον Τίνος η εικών αύτη και η επιγραφή; οι δε είπον Καίσαρος. απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. ΚΒ΄,21)
Β. α. Κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο, για να είναι έγκυρη η εισαγωγή σε δίκη, έπρεπε να γίνει γραπτή αίτηση. Η αίτηση έπρεπε να περιλαμβάνει, το όνομα και τα στοιχεία του κατηγορουμένου, και σαφές κατηγορητήριο. Απητείτο επίσης πρωτόκολλο κατηγορίας, δηλ. προσδιορισμός της ημέρας της δίκης, και τέλος, να κληθούν και να ακουστούν στη δίκη, οι μάρτυρες[20]. Σε περίπτωση τώρα, που η δίκη εθεωρείτο ότι αποσκοπούσε, στην επικύρωση, θανατικής καταδίκης, του εβραϊκού δικαστηρίου, τότε, η εισαγωγή στη δίκη, έπρεπε να γίνει με καταχώριση γραπτής αιτήσεως του Αρχιερέως, μαζί με την πρωτόδικη απόφαση.
Πώς όμως να γίνει, είτε το ένα, είτε το άλλο, όταν, κατά τη δίκη στο Μέγα Συνέδριο, έγιναν τόσες δικονομικές παραβιάσεις και ουσιαστικές παραβάσεις, του Μωσαϊκού νόμου και του Ρωμαϊκού δικαίου; Πώς μπορούσε το ψέμα του Αρχιερέα να είναι αληθής κατά περιεχόμενο δικονομική αίτηση;
β) Ο Πιλάτος χωρίς προηγούμενη έγγραφη διαδικασία, αυτοσχεδίαζε, παραβιάζοντας κάθε δικονομική διάταξη. Κατέβηκε από την έδρα του, μπήκε στο Πραιτώριο και εκεί, μακριά από το μαινόμενο πλήθος των εβραίων, συνομίλησε με τον κατηγορούμενο, ενεργώντας μια ιδιότυπη ανάκριση. Έτσι όμως εγκατέλειψε την έδρα του δικαστηρίου, και κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο, εσήμαινε ότι δεν έχει πλέον δικαστική εξουσία και αρμοδιότητα. Ρωτά λοιπόν ο Πιλάτος τον Ιησού: «Συ ει ο βασιλεύς των Ιουδαίων;» (Λουκά κγ΄ 3), Και ο Ιησούς αποκρίνεται: «η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου... εγώ... εις τούτο ελήληθα εις τον κόσμον, ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία» (Ιω. ιη΄, 35 επ.) Η δική μου βασιλεία δεν είναι γήινη και εγκόσμια, εγώ ήρθα στον κόσμο, για να φανερώσω την αλήθεια.
γ) Απ’ αυτή την απάντηση ο Πιλάτος κατάλαβε, πως ο Χριστός, ήτο πνευματικός ηγέτης και όχι κοσμικός άρχοντας που επιβουλεύεται τον Καίσαρα. Κατάλαβε τη σκευωρία των εβραίων και διαπίστωσε, ότι δεν ευσταθούσε η κατηγορία.
Γι’ αυτό ρώτησε «τι έστιν αλήθεια;» Η ερώτηση, έμεινε αναπάντητη, γιατί είχε λάθος περιεχόμενο. Οι Πατέρες ερμηνεύουν την Θεία σιωπή, επισημαίνοντας ότι, η ορθή ερώτηση ήταν: «Τις εστίν αλήθεια;» Σ’ αυτή την ερώτηση όμως ο Ιησούς είχε απαντήσει «Εγώ ειμί η οδός, η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. 14, 6) Με τη ρωμαϊκή παιδεία και το πρακτικό πνεύμα, που τον χαρακτήριζε, ο Πιλάτος, βγήκε από το Πραιτώριο, λέγοντας στους Ιουδαίους: «εγώ ουδεμίαν αιτίαν ευρίσκω εν αυτώ».(Ιω. ιη΄ 38), αθωώνοντας έτσι τον κατηγορούμενο.
δ) Αμέσως έπρεπε ο Ιησούς να αφεθή ελεύθερος. Ο Πιλάτος όμως, βλέποντας το μεγάλο θόρυβο του απληροφόρητου όχλου, μπροστά στο ανάκτορο, να επιμένει στη θανατική καταδίκη δείλιασε. Από τις φωνές του όχλου, ξεχώρισε, ότι ο Ιησούς, ήτανε Γαλιλαίος από τη Ναζαρέτ. Η Γαλιλαία όμως, ήταν έξω από τη δικαιοδοσία του και είχε άρχοντα, τετράρχη, τον βασιλιά Ηρώδη τον Αντύπα.
ε) Έτσι, παρά το γεγονός ότι είχε αθωώσει τον Ιησού, άδραξε την ευκαιρία επεκαλέσθη, την τοπική αρμοδιότητα του Ηρώδη και, για να απαλλαγεί, από κάθε ευθύνη έναντι της Ρώμης όπως ενόμισε, έστειλε τον Ιησού στον Ηρώδη, που εκείνες τις ημέρες παρεπιδημούσε στην Ιερουσαλήμ. (Λουκά κγ΄ 6-7) Ο Ιησούς ενώπιον του Ηρώδη δεν απήντησε σε καμία από τις ερωτήσεις που του υπέβαλε.
στ) Ο Ηρώδης, ο μοιχός της Ηρωδιάδος, φονευτής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, μη θέλοντας να ξαναβάψει τα χέρια του με θείο αίμα, απεφάνθη, πως δεν έχει αρμοδιότητα, γιατί το αδίκημα του Ιησού, από την Ναζαρέτ της Γαλιλαίας, και η εβραϊκή καταδίκη του, έγιναν εκτός των δικών του εδαφικών ορίων, της Γαλιλαίας. Δεύτερη φορά αθωώνεται, από τη Ρωμαϊκή εξουσία, με την απόφαση του Ηρώδη. Δεν αφίεται όμως ελεύθερος. τον επιστρέφουν δέσμιο στον Πιλάτο. Παράλληλα ο Ηρώδης και οι στρατιώτες του, τον εξευτέλισαν και του φόρεσαν ειρωνικά βασιλικό μανδύα (Λουκά κγ΄ 11).
ζ) Ο Πιλάτος, όταν ξανάφεραν σ’ αυτόν τον Ιησού, βγήκε στον εξώστη του Πραιτωρίου, λέγοντας προς τον μαινόμενο Ιουδαϊκό όχλο, τους παρατρεχάμενους δηλαδή των Αρχιερέων: «ιδού εγώ ενώπιον υμών ανακρίνας ουδέν εύρον εν τω ανθρώπω τούτω αίτιον, ων κατηγορείτε κατ’ αυτού. Αλλ’ ουδέ Ηρώδης. Ανέπεμψα γαρ υμάς προς αυτόν. Και ιδού ουδέν άξιον θανάτου εστί πεπραγμένον αυτώ» (Λουκά κγ΄ 15-16). Και εγώ και ο Ηρώδης τον βρήκαμε ΑΘΩΟ. Προσπαθεί ο ταλαίπωρος να συγκινήσει τους εβραίους, τους «σκληροτράχηλους και απερίτμητους τη καρδία και τοις ωσίν», όπως θα τους ονομάσει αργότερα ο Πρωτομάρτυρας Στέφανος (Πρ. ζ΄ 52).
η) Ο Πιλάτος αθώωσε γι’ άλλη μια φορά- τρίτη αυτή-τον Ιησού, βγάζοντας, σαφή απαλλακτική απόφαση.
Ο διατεταγμένος όμως όχλος κραύγαζε «εμμανώς» και «περισσώς» «σταυρωθήτω». Σ’ αυτό το χρονικό σημείο, προσετέθη υπέρ του Ιησού, και το μήνυμα της Αγίας Πρόκλας, τότε συζύγου του Πιλάτου: «μηδέν σοι και τω δικαίω εκείνω. Πολλά γαρ έπαθον σήμερον κατ’ όναρ δι’ αυτόν» (Ματθαίου κζ΄ 20). Η Πρόκλα μετά το θάνατο του Πιλάτου, εβαπτίσθη Χριστιανή, και την 27η Οκτωβρίου, εορτάζεται η μνήμη της, ως αγίας[21].
Σκληρός τύραννος ο Πιλάτος παρουσίασε το Χριστό και το ληστή Βαραββά, στον εβραϊκό όχλο. και ρώτησε: «τίνα εκ των δύο να απολύσω υμίν»,. Οι φωνές του μαινόμενου όχλου εγίνοντο ακόμη εντονότερες. Ζητούσε την απόλυση του Βαρραβά και τη θανάτωση του Ιησού!!! Το αναίτιο μίσος, η παράνοια και η αχαριστία, στο απόγειό της!!! Ζήτησαν το ληστή, αντί του ευεργέτου!!! «Εμέ επί ξύλου σταύρωσαν Βαραββάν δε ητήσαντο και απέλυσαν» «Δύο και πονηρά εποίησεν ο πρωτότοκος υιός μου Ισραήλ. Εμέ εγκατέλειπε, πηγήν ύδατος ζωής και ώρυξεν εαυτώ φρέαρ συντετριμμένον.» ψάλλει ο υμνωδός τη Μ. Πέμπτη το βράδυ.
θ) Άβουλο και αναποφάσιστο ανθρωπάκι ο Πιλάτος, μπροστά στο μαινόμενο όχλο, διέταξε να μαστιγωθεί ο Ιησούς. Σκληρή ποινή, που μπορούσε να επιβληθεί και μόνη. Ήτο όμως ανεπίτρεπτο να επιβληθεί σε πρόσωπο που ηθωώθη, ή σε κατηγορούμενο, πριν την τελική καταδίκη του. Η νομοθεσία του Ιουλίου Καίσαρος[22], απαγόρευε ρητά και σαφώς κάτι τέτοιο, αλλά στη δίκη του Χριστού παρεβιάσθη κατάφορα.
Ακολούθησαν σκηνές που θα ντροπιάζουν αιωνίως την ανθρωπότητα και ειδικότερα την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Μετά από το βάναυσο φραγγέλωμα, στην αυλή του Πραιτωρίου, έντυσαν το ματωμένο σώμα, του ενανθρωπίσαντος Θεού, με βασιλική χλαμίδα, εστεφάνωσαν την κεφαλή του Βασιλέως των αιώνων, με ακάνθινο στεφάνι, εβασάνισαν και εξευτέλισαν τον αμνό του Θεού, «τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου».(Ιω. ΙΘ΄ 1-3)
ι) Ο Πιλάτος, κακέκτυπος εκπρόσωπος της ανθρώπινης δικαιοσύνης, βγήκε πάλι, από το Πραιτώριο, κάθισε στην δικαστική έδρα, στο ύψωμα του Λιθόστρωτου και απευθυνόμενος, στους αρχιερείς και τον όχλο: «λέγει αυτοίς. Ίδε ο άνθρωπος. Ότε ουν είδον αυτόν οι αρχιερείς και οι υπηρέται, εκραύγασαν λέγοντες. Σταύρωσον αυτόν. Λέγει αυτοίς ο Πιλάτος. Λάβετε αυτόν υμείς και σταυρώσατε. Εγώ γαρ ουχ ευρίσκω εν αυτώ αιτίαν. Απεκρίθησαν αυτώ οι Ιουδαίοι: ημείς νόμον έχομεν, και κατά τον νόμον ημών οφείλει αποθανείν, ότι εαυτόν Θεού υιόν εποίησεν.» (Ιω. ιθ΄ 6-7)
ιβ) Ο Πιλάτος παρέβη τη βασική νομική αρχή του Ρωμαϊκού Δικαίου «non bis in idem» (όχι δις επί της αυτής υποθέσεως σήμερα τη δικονομική αυτή αρχή τη λέμε δεδικασμένο) ξαναμπήκε, στο Πραιτώριο, και ανέκρινε πάλι τον Ιησού: « πόθεν εἶ σύ; ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀπόκρισιν οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ. λέγει οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· ἐμοὶ οὐ λαλεῖς; οὐκ οἶδας ὅτι ἐξουσίαν ἔχω σταυρῶσαί σε καὶ ἐξουσίαν ἔχω ἀπολῦσαί σε; ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· οὐκ εἶχες ἐξουσίαν οὐδεμίαν κατ’ ἐμοῦ, εἰ μὴ ἦν σοι δεδομένον ἄνωθεν· διὰ τοῦτο ὁ παραδιδούς με σοι μείζονα ἁμαρτίαν ἔχει.» (Ιω. ιθ΄ 9-12) Η επιβλητική προσωπικότητα του Κυρίου, η γαλήνη που Αυτός ακτινοβολούσε, το μήνυμα της γυναίκας του Πιλάτου: προβλημάτισαν τον Πιλάτο. Αυτός ο κατηγορούμενος ήτο αλλιώτικος άνθρωπος, και μιλούσε με θεϊκή εξουσία. Διέγνωσε ο Πιλάτος ότι ήτο σίγουρα ανώτερός του «Εκ τούτου εζήτει ο Πιλάτος απολύσαι αυτόν» (Ιω. ιθ΄13)
ιγ) Ξανακάθισε ο Πιλάτος στη δικαστική έδρα, για Τρίτη φορά, και άνοιξε νέα συζήτηση με τον όχλο, σε μια τελευταία προσπάθεια να αποφύγει τη σταύρωση του Ιησού: «οι δε Ιουδαίοι έκραζον λέγοντες. εάν τούτον απολύσης ουκ ει φίλος του Καίσαρος. πας ο βασιλέα εαυτόν ποιών (ξανά το πολιτικό έγκλημα) αντιλέγει το Καίσαρι» (Ιω. ιθ΄13). Η Αρχιερατική προπαγάνδα είχε κάνει πολύ καλή δουλειά.
ιδ) Το τελευταίο αυτό τέχνασμα των εβραίων τάραξε και φόβισε τον Πιλάτο, γιατί ήτο ήδη στη δυσμένεια του αυτοκράτορος Τιβερίου, όπως αναφέρει ο ιστορικός Φλάβιος Ιώσηππος.[23] Αποφάσισε λοιπόν αμέσως, να σώσει τον εαυτό του και τη θέση του, παρά να υπερασπιστεί το Δίκαιο, γενόμενος επίορκος και έναντι του Δικαίου και έναντι του Αυτοκράτορος. Η Ρωμαϊκή δικαιοσύνη αιχμάλωτη της δολιότητος των Αρχιερέων, του μαινόμενου όχλου και του φοβισμένου Πιλάτου. Ο φόβος του Πιλάτου, τον κάνει να αντιταχθεί στο Θείο και ανθρώπινο Δίκαιο και «ο τα σύμπαντα εν τη δρακί περιέχων καταδέχεται αναρτηθήναι εν ξύλω…»! Αυτός, που κρατεί σε μια παλάμη το Σύμπαν, «επί Σταυρού ανυψώθη» για τη δική μας σωτηρία.
ιε) Όντας πονηρός, αλλά και ευθυνόφοβος, ο Πιλάτος, για να αποφύγει το βάρος της αδίκου καταδίκης του Χριστού, δεν εξέδωσε δική του απόφαση, αλλά: «λαβών ύδωρ απενίψατο τας χείρας απέναντι του όχλου λέγων. Αθώος ειμί από του αίματος του δικαίου τούτου. Υμείς όψεσθε.....» Ανύπαρκτος, ως Ρωμαίος ηγεμών, και τραγικά ολίγιστος, δικαστής! Ένιψε τας χείρας του και είπε στους Εβραίους «..είμαι αθώος από το αίμα αυτού του δίκαιου. Εσείς θα ευθύνεσθε» Με την νίψη των χειρών του ενέκρινε την απόφαση του Συνεδρίου. Απόλυτη ανανδρία, και παρανομία ενός θρασύδειλου Κυβερνήτη και επίορκου Δικαστή! Οι Ιουδαίοι, προκαλώντας την αιωνία καταδίκη τους εκραύγασαν, στο «υμείς όψεσθε» του Πιλάτου: «..... Το αίμα αυτού εφ’ ημάς και επί τα τέκνα υμών!..... Τότε απέλυσεν αυτοίς τον Βαρραβάν, τον δε Ιησούν φραγγελλώσας παρέδωκεν ίνα σταυρωθή.» (Ματθ. κζ΄ 24).
Γ. α. Ακολούθησε η εκτέλεση. Οι άνθρωποι εσταύρωσαν τον ίδιο το Θεό τους. Η αιτιολογία της στραυρώσεως σύμφωνα με το Ρωμαϊκό Δίκαιο έπρεπε να καρφωθεί και εκαρφώθη στο Σταυρό, με διαταγή του Πιλάτου.
Η επιγραφή, έγραφε: Ελληνιστί: «Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων», Ρωμαϊστί: «Γιέζους Ναζωραίους Ρεξ Γιουδεόρουμ» και Εβραϊστί: «Γιεσονά Νογρή Μέλεγ-Γελουντίμ» Υψώθηκε ο Σταυρός στον Κρανίου τόπο! Αιώνες πριν ο προφήτης Ησαΐας θα πεί, για την εικόνα του Χριστού στο Σταυρό: «……ουκ έστιν είδος αυτώ ουδέ δόξα·και είδομεν αυτόν, και ουκ είχεν είδος ουδέ κάλλος, ·αλλά το είδος αυτού άτιμον και εκλείπον παρά πάντας τους υιούς των ανθρώπων»·(Ησαΐας 53, 3). Τόσο δύσμορφος όσο κανένας στο ανθρώπινο είδος Ιησούς!!! miserabelle visou. Οι Εβραίοι Αρχιερείς στάθηκαν κατέναντι του Σταυρού, υβρίζοντες και λοιδωρούντες τον Εσταυρωμένο Ιησού! «Ω της παραφροσύνης και της Χριστοκτονίας της των προφητοκτόνων» (Γ΄ στάση του Επιταφίου θρήνου) Γράφει ο ευαγγελιστής Μάρκος: «…οι αρχιερείς εμπαίζοντες προς αλλήλους μετά των γραμματέων έλεγον, άλλους έσωσεν, εαυτόν ου δύναται σώσαι;» (Μάρκ. ιε΄ 31).
Ο Εσταυρωμένος Ιησούς, η «Άκρα Ταπείνωσις», τι αντιτάσσει στις λοιδωρίες; Τη έμπονη θερμή τελευταία προσευχή του: «Πάτερ άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι»!!! και με την κραυγή «Ιλί ιλί λιμά σαβαχθανί» παρέδωκε το πνεύμα. Ετελειώθη έτσι, το μεγαλύτερο κακούργημα της ανθρωπότητος. Ψευδείς και εναλλασσόμενες οι κατηγορίες. Συνεχής εναλλαγή της δίκης και της ανάκρισης. Ψευδομάρτυρες. Πήγαινε - έλα, από τα σπίτια των αρχιερέων στο Πραιτώριο, στο λιθόστρωτο, και στον Ηρώδη. Βασανισμοί του κατηγορουμένου και τέλος, η Σταύρωση. Έξι φορές Αθώος κατέληξε στο Σταυρό. Κατήλθε στον Άδη ίνα τους απ’ αιώνος δεσμίους «συναναστήσει εαυτώ.!!! ενδόξως ως Θεός». «Χριστός κατελθών προς πάλην άδου μόνος ανήλθε λαβών πολλά της Νίκης σκύλα» καταγράφει ο υμνωδός την Κυριακή του Πάσχα..
Τι απέγιναν όμως οι πρωτεργάτες του ανοσιουργήματος…
α. Ο προδότης Ιούδας επέστρεψε στον Ναό, δηλώνοντας στους Αρχιερείς και το Συνέδριο «ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον», αμάρτησα παραδίνοντας ένα Αθώον. Πήρε όμως την αδιάφορη απάντηση «τι προς ημάς σύ όψει» (Μτθ. κζ΄4) έριξε πίσω τα τριάκοντα αργύρια, κρεμάστηκε σε δένδρο έξω, από την Ιερουσαλήμ και αυτοκτόνησε. «Όθεν και αγχόνην, αμοιβήν ώνπερ έδρα, ευρίσκει ο άθλιος και επώδυνον θάνατον» γράφει ο εκκλησιαστικός υμνωδός.
β. Στο βίο της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής,[24] στο Μέγα Συναξαριστή, αναφέρεται, ότι η Αγία, πήγε στη Ρώμη και κατήγγειλε, στον Καίσαρα Τιβέριο, τον Πόντιο Πιλάτο και τους αρχιερείς. Ο Καίσαρας, ακούοντας, για τα θαύματα του Χριστού, και, γνωρίζοντας, ότι, κατά τον χρόνο της σταυρώσεως, «ο ήλιος εσκοτίσθη και οι αστέρες το φέγγος απεβάλλοντο» σε όλη την οικουμένη για τρείς ολόκληρες ώρες, «το καταπέτασμα του Ναού εσχίσθη…» και «η γή εσείσθη αι πέτραι εσχίσθησαν, τα μνημεία ηνεώχθησαν και πολλά σώματα κεκοιμημένων αγίων ηγέρθη» (Ματθ. κζ΄ 52), γεγονότα ασυνήθη και πρωτοφανή, διέταξε την προσαγωγή του Πιλάτου, του Άννα και του Καϊάφα, στη Ρώμη. Η κατηγορία ήτο ότι δίκασαν και καταδίκασαν τον Ιησού το Ναζωραίο χωρίς να ενημερώσουν το Ρωμαίο Αυτοκράτορα και τη Σύγκλητο για ένα τόσο σοβαρό δικαστήριο και για ένα σημαντικό κατηγορούμενο.
γ. Ο Καϊάφας πέθανε στο ταξίδι για τη Ρώμη, όταν το πλοίο, που τους μετέφερε ναυάγησε, στο Ηράκλειο της Κρήτης. Κατ’ άλλη εκδοχή ο Καϊάφας αρρώστησε πέθανε στο ταξίδι, και «κατεχώθη λίθοις» από τους Κρήτες. Τον κατάχωσαν κάτω από ένα σωρό πέτρες, κτίζοντας από πάνω ένα βαρύ μνήμα. σε τοποθεσία, κοντά στην Κνωσό, και έτσι πέθανε.
Το έθαψαν 7 φορές, και 7 φορές η γή. «τον ξερνούσε άλιωτο και «μαύρο σαν τον Κάη (Κάιν), για το μεγάλο κακό πώκαμε, που καταδίκασε τον Χριστό», όπως γράφει ο Νικόλαος Πολίτης. Η τοποθεσία εκείνη λέγεται μέχρι σήμερα, «το μνήμα του Καϊάφα»[25].
δ. Ο Άννας[26] εκτελέστηκε στη Ρώμη. Τον τοποθέτησαν μέσα σε δέρμα βοδιού και καθώς το δέρμα εξηράνθη, έπαθε αφυδάτωση και ασφυξία, από τη ζέστη.
ε. Ο Πιλάτος κατά μία εκδοχή φυλακίστηκε, έξω από τη Ρώμη και πέθανε στην φυλακή.
Κατ’ άλλη εκδοχή, στα «χρονικά» του Ζωναρά, αναφέρεται, ότι ο διάδοχος του Τιβερίου, ο Καίσαρ Καλιγούλας, εξόρισε τον Πιλάτο στην Γαλλία.
Τέλος στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσέβιου, αναφέρεται ότι ο Πιλάτος, όντας εξόριστος στην Γαλλία, ήρθε σε απόγνωση και αυτοκτόνησε.[27]
Η καταδικαστική απόφαση πάντως, του Ρωμαίου Αυτοκράτορος, κατά των σταυρωτών του Χριστού, αποτελεί ιστορικά την, έβδομη και τελική αθώωση του Χριστού.
7. Επίλογος
Πολλά θα μπορούσαν, να ειπωθούν και να γραφούν, για το ανοσιούργημα της άνομης δίκης, της άδικης καταδίκης και της Σταυρώσεως του Ιησού. Επέλεξα να ιχνηλατήσω τα ευαγγέλια, και την
Ι. παράδοση, ανιχνεύοντας πληροφορίες, και να ερμηνεύσω νομικά τα γεγονότα. Όμως, σας κούρασα. Τελειώνω με το πικρό συγκλονιστικό, για όλους μας, ερώτημα του Αθώου Εσταυρωμένου: «Λαός μου τι εποίησά σοι και τι μοι ανταπέδωκας;» Σ’ αυτό το ερώτημα, ας μην απαντήσουμε με τη ζωή μας: «αντί του μάννα, χολήν, αντί του ύδατος, όξος»[28].
Το Αίμα του Χριστού, που άδικα και αναίτια εχύθη στο Γολγοθά, να μην βαραίνει «εφ’ υμάς και επί τα τέκνα ημών». Έτρεξε για σας, για μένα, για όλη την οικουμένη. Είμαστε όλοι προνομιούχοι, γιατί ο Χριστός με το σταυρικό του θάνατο, μας έκανε παιδιά Tου και έχομε μαζί Του κληρονομική σχέση αίματος βαθειά προσωπική, γιατί ο Χριστός έχει μόνο παιδιά, δεν έχει εγγόνια.
Έχει ως παιδιά όλους εσάς και εμένα.
Μας το είπε το βράδυ του Μυστικού Δείπνου «τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν οσάκις γαρ αν εσθίητε τον άρτον τούτον, και το ποτήριον τούτο πίνητε, τον εμόν θάνατον καταγγέλλετε και την εμή ανάστασιν ομολογείτε…» (Λουκ.22:19) και μας το επιβεβαίωσε στο Γολγοθά. Εκεί σταυρούμενος «Εξηγόρασεν ημάς εκ της κατάρας του Νόμου τω Τιμίω Του αίματι. Τω Σταυρώ προσηλωθείς και τη λόγχη κεντηθείς, την Αθανασίαν επήγασεν ανθρώποις». Είθε το αίμα Του, να αποβαίνει πηγή ζωής και σωτηρίας, για μας, για τα παιδιά μας, για την οικουμένη ολόκληρη.
Εύχομαι σε όλους καλή μετάνοια, καλή Αγία Μεγάλη Εβδομάδα και καλή Ανάσταση.!!! Ευχαριστώ για την ανοχή και την υπομονή σας.
Συμπληρωματικά:
=================
[1] Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατήχηση Φωτιζομένων, ΙΓ΄, σελ. 353 «Πολλοί σε ολόκληρη την οικουμένη σταυρώθηκαν, αλλά κανένα δεν τρέμουν οι δαίμονες. Του Χριστού όμως, που σταυρώθηκε για μας, και μόνο το σημείο του Σταυρού να δουν, τρέμουν οι δαίμονες, επειδή οι άλλοι άνθρωποι πέθαναν στο σταυρό εξαιτίας των αμαρτιών τους, ο Χριστός όμως πέθανε για τις ξένες αμαρτίες».
[2] Ομιλία του την Μ. Δευτέρα 1993 στο Μητροπολιτικό Ναό Φλωρίνης.
[3] Ο Καϊάφας έμεινε πολλά χρόνια στο αξίωμά του, από το 18 μ. Χ. μέχρι και το 36 μ. Χ., σε αντίθεση με τα οριζόμενα στο Μωσαϊκό νόμο περί ετήσιας θητείας του Αρχιερέα του Μεγάλου Συμβουλίου, λόγω του ότι ο ίδιος ήταν από τους πιο «αφοσιωμένους» συνεργάτες των Ρωμαίων και εξυπηρετούσε αποκλειστικά τα συμφέροντά τους. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωσήφ, ενώ το όνομα Καϊάφας ήταν υποκοριστικό και ερμηνευόταν, κατά μία άποψη, ως «ο υποτάσσων» και κατ’ άλλη ως «ο βράχος».
[4]Γεσθημανή ή Γεθσημανή, εξελληνισμένη σύνθετη εβραϊκή λέξη εκ των Γαθ + Σχεμών, που σημαίνει ελαιοτριβείο και αναφέρεται στα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Μάρκου.
[5] Έσκυψ’ ο Διάκος ως τη γη, έσφιξε με τα χείλη
Κ’ εφίλησε γλυκά- γλυκά το πατρικό του χώμα
Έβραζε μέσα του ή καρδιά και στα ματόκλαδά του
Καθάριο φωτοστόλιστο, ξεφύτρωσ’ ένα δάκρυ
Χαρά στο χόρτο πώλαχε να πιει σε τέτοια βρύση!
ΑΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΚΟΣ – ΑΣΤΡΑΠΟΓΙΑΝΝΟΣ,
Υπό ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΟΥ , (1867).
[6] Τι ήταν, όμως, ιστορικά το συμβούλιο αυτό; Ουσιαστικά, ήταν ένα είδος τοπικού εβραϊκού δικαστηρίου, απαρτιζόμενου από είκοσι τρία (23) μέλη, το οποίο έδρευε σε κάθε πόλη και ονομαζόταν «Σανχεντρίν», σύμφωνα με τις βιβλικές αναφορές. Εκτός, όμως, των τοπικών αυτών δικαστηρίων, στην πόλη της Ιερουσαλήμ έδρευε το Μεγάλο Σανχεντρίν (Μεγάλο Συνέδριο), το οποίο ήταν το ανώτατο εβραϊκό νομοθετικό και θρησκευτικό συμβούλιο, που αναγνωριζόταν ως αυθεντικός εκφραστής των αρχών του Ιουδαϊκού νόμου, ενώ, παράλληλα, λειτουργούσε και ως ανώτατο δικαστήριο. Ως συνέπεια αυτού, οι δικαστές των κατώτερων δικαστηρίων ήταν υποχρεωμένοι, επί ποινή θανάτου, να δέχονται τις αποφάσεις του Μεγάλου Σανχεντρίν.
[7] Βλ. «Η δίκη του Ιησού» Δημήτριου Καππαή
[8]Η τελευταία μάχη των επαναστατημένων, έγινε στη Νότια Ιταλία, στη Λουκανία, την άνοιξη του 71 π. Χ., με τις 35.000 επαναστατημένους να αντιμετωπίζουν σε ανοιχτό πεδίο τις οργανωμένες ρωμαϊκές λεγεώνες. Οι δούλοι ηττήθηκαν, ο Σπάρτακος σκοτώθηκε στη μάχη, με τους 6.000 σκλάβους που πιάστηκαν τελικά αιχμάλωτοι να σταυρώνονται κατά μήκος της Αππίας Οδού (από το Μπρίντιζι ως τη Ρώμη!), «κοσμώντας» τη για μπόλικα χρόνια, για παραδειγματισμό.
[9] Κοντογόνη: Εβραϊκή Αρχαιολογία, Β΄ 4
[10] Σε χειρόγραφο της Μονής Αγίας Αικατερίνης του Σινά, που μνημονεύει και ο Αθανάσιος Υψηλάντης, στο περισπούδαστο έργο του «Τα μετά την Άλωσιν» (1453-1789), αναγράφεται ότι, στην Ακυληία της Ιταλίας βρέθηκε, γραπτό κείμενο της καταδικαστικής απόφασης, του ηγεμόνα της Ιερουσαλήμ Πιλάτου, κατά του Ιησού. Το κείμενο της καταδικαστικής απόφασης εισέρχεται στο ουσιαστικό μέρος, που «κρίνει και καταψηφίζει» τον Χριστό «εις θάνατον». Τον χαρακτηρίζει ως επαναστάτη, ταραχοποιό, «άνθρωπον στασιώδη» εναντίον του μωσαϊκού νόμου και εναντίον του αυτοκράτορα Τιβέριου. Καθορίζει τη θανάτωσή Του διά σταυρώσεως με καρφιά. Δικαιολογεί την απόφαση αυτή με κατηγορίες κατά του Χριστού ότι τάχα προκαλούσε εξέγερση όχλου, πολλών πλουσίων και φτωχών στην Ιουδαία και κυρίως διότι εμφανιζόταν ως Υιός του Θεού και βασιλεύς του Ισραήλ. Επισημαίνει ακόμη, ως τόλμημα τη θριαμβευτική είσοδο και υποδοχή Του στα Ιεροσόλυμα, από πλήθος λαού, που τον επευφημεί ως άρχοντα νόμιμης εξουσίας. Δίνει επίσης εντολές για τη μαστίγωσή Του και τον εμπαιγμό Του, όπως να του φορέσουν πορφύρα, να τον στεφανώσουν με ακάνθινο στεφάνι και τέλος, να τον οδηγήσουν στον Γολγοθά προς τον οποίο θα πορεύεται κουβαλώντας ο ίδιος τον Σταυρό του μαρτυρικού θανάτου Του!
[11] 18 Ἐὰν δέ τινι ᾖ υἱὸς ἀπειθὴς καὶ ἐρεθιστής, οὐχ ὑπακούων φωνὴν πατρὸς καὶ φωνὴν μητρός, καὶ παιδεύωσιν αὐτὸν καὶ μὴ εἰσακούῃ αὐτῶν, 19 καὶ συλλαβόντες αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἐξάξουσιν αὐτὸν ἐπὶ τὴν γερουσίαν τῆς πόλεως αὐτοῦ καὶἐπὶ τὴν πύλην τοῦ τόπου 20 καὶ ἐροῦσι τοῖς ἀνδράσι τῆς πόλεως αὐτῶν· ὁ υἱὸς ἡμῶν οὗτος ἀπειθεῖ καὶ ἐρεθίζει, οὐχ ὑπακούει τῆς φωνῆς ἡμῶν, συμβολοκοπῶν οἰνοφλυγεῖ· 21 καὶ λιθοβολήσουσιν αὐτὸν οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως αὐτοῦ ἐν λίθοις, καὶ ἀποθανεῖται· καὶ ἐξαρεῖς τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν, καὶ οἱ ἐπίλοιποι ἀκούσαντες φοβηθήσονται.22 Ἐὰν δὲ γένηται ἔν τινι ἁμαρτία κρίμα θανάτου καὶἀποθάνῃ καὶ κρεμάσητε αὐτὸν ἐπὶ ξύλου, 23 οὐ κοιμηθήσεται τὸ σῶμα αὐτοῦἐπὶ τοῦ ξύλου, ἀλλὰ ταφῇ θάψετε αὐτὸ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, ὅτι κεκατηραμένος ὑπὸ Θεοῦ πᾶς κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου· καὶ οὐ μὴ μιανεῖτε τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι ἐν κλήρῳ. (Δευτ. 18-23) Καὶ θυγάτηρ ἀνθρώπου ἱερέως ἐὰν βεβηλωθῇ τοῦ ἐκπορνεῦσαι, τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς αὐτῆς αὐτὴ βεβηλοῖ, ἐπὶ πυρὸς κατακαυθήσεται.(Εάν θυγάτηρ ιερέως μολυνθή εκτραπείσα εις πορνείαν και κηλιδώση έτσι το όνομα του πατρός της, θα καταδικάζεται στον δια πυρός θάνατον). (Λευ. 21, 9)
[12] Ιω. 18:28Εκείνοι οι Ιουδαίοι θεωρούσαν ότι θα μολύνονταν αν εισέρχονταν σε κατοικία εθνικού. (πρ 10:28) το αυτό δε ισχύει και εις τις παράλληλες φράσεις «ετοιμάζειν το πάσχα»: «και εποίησαν οι μαθηταί ως συνέταξεν αυτοίς ο Ιησούς, και ητοίμασαν το πάσχα» (Ματθ. κστ:19) και «πού θέλεις απελθόντες ετοιμάσωμεν ίνα φάγης το πάσχα;...και «ητοίμασαν το πάσχα» (Μαρκ. ιδ΄12,16), «πορευθέντες ετοιμάσατε ημίν το πάσχα ίνα φάγωμεν...απελθόντες δε εύρον καθώς είρηκεν αυτοίς, και ητοίμασαν το πάσχα.»(Λουκ. κβ:8,13), «θύειν το πάσχα»: «και τη πρώτη ημέρα τών αζύμων, ότε το πάσχα έθυον»(Μαρκ. ιδ:12),«ήλθε δε η ημέρα τών αζύμων, εν ή έδει θύεσθαι το πάσχα» (Λουκ. κβ:7), «και γαρ το πάσχα ημών υπέρ ημών ετύθη χριστός»(Α΄ κορ. ε:7) και «ποείν το πάσχα»: «ο διδάσκαλος λέγει, ο καιρός μου εγγύς· προς σε ποιώ το πάσχα μετά τών μαθητών μου.» (Ματθ. κστ:18), «πίστει πεποίηκεν το πάσχα και την πρόσχυσιν τού αίματος, ίνα μη ο ολοθρεύων τα πρωτότοκα θίγη αυτών» (Εβρ. ια:28).
[13] Η δίκη του Χριστού ήταν δίκαιη και έγινε σύμφωνα με το νόμο της εποχής; Χρ. Δερμονοσιάδη, ιστολόγιο http://www.crashonline.gr/19 Απριλίου, 2016
[14] Mishna, Sotah 1, 4
[15] Mishna, SanhedrinIV, 1
[16] 15. πᾶν ἁμάρτημα καὶ κατὰ πᾶσαν ἁμαρτίαν, ἣν ἐὰν ἁμάρτῃ·ἐπὶ στόματος δύο μαρτύρων καὶ ἐπὶ στόματος τριῶν μαρτύρων στήσεται πᾶν ῥῆμα. 16.ἐὰν δὲ καταστῇ μάρτυς ἄδικος κατὰ ἀνθρώπου καταλέγων αὐτοῦ ἀσέβειαν, 17.καὶ στήσονται οἱ δύο ἄνθρωποι, οἷς ἐστιν αὐτοῖς ἡ ἀντιλογία, ἔναντι Κυρίου καὶ ἔναντι τῶν ἱερέων καὶ ἔναντι τῶν κριτῶν, οἳ ἂν ὦσιν ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, 18.καὶ ἐξετάσωσιν οἱ κριταὶ ἀκριβῶς, καὶ ἰδοὺ μάρτυς ἄδικος ἐμαρτύρησεν ἄδικα, ἀντέστη κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, 19. καὶ ποιήσετε αὐτῷ ὃν τρόπον ἐπονηρεύσατο ποιῆσαι κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, καὶ ἐξαρεῖς τὸ πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν. 20.καὶ οἱ ἐπίλοιποι ἀκούσαντες φοβηθήσονται καὶ οὐ προσθήσουσιν ἔτι ποιῆσαι κατὰ τὸ ῥῆμα τὸ πονηρὸν τοῦτο ἐν ὑμῖν. 21.οὐ φείσεται ὁ ὀφθαλμός σου ἐπ᾿αὐτῷ·ψυχὴν ἀντὶ ψυχῆς, ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ, ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος, χεῖρα ἀντὶ χειρός, πόδα ἀντὶ ποδός.
[17] Καὶ ὁ ἱερεὺς ὁ μέγας ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ, τοῦ ἐπικεχυμένου ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τοῦ ἐλαίου τοῦ χριστοῦ καὶ τετελειωμένου ἐνδύσασθαι τὰ ἱμάτια, τὴν κεφαλὴν οὐκ ἀποκιδαρώσει καὶ τὰ ἱμάτια οὐ διαῤῥήξει, Ο μέγας όμως ιερεύς, ο αρχιερεύς μεταξύ όλου του λαού, εις την κεφαλήν του οποίου εχύθη το άγιον έλαιον και εχρίσθη και έγινε χριστός Κυρίου και κατέστη ικανός να ενδύεται τα αρχιερατικά άμφια, δεν θα αφαιρέση το κάλυμμα της κεφαλής του, δεν θα γυμνώση αυτήν εις ένδειξιν πένθους και δεν θα διαρρήξη τα ιμάτιά του.(Λευ. 21,10)
[18]Sanhedrin IV, 5
[19] «χάβρα Ιουδαίων»
[20] βλ. Δημαρά Ιστορία Ρωμαϊκού Δικαίου, Β 132
[21] Μόνο ο σύζυγός της δεν ἀνέλαβε τὴν εὐθύνη νὰ ἐλευθερώσει τὸν Χριστό, φοβούμενος τοὺς Ἰουδαίους, ἡ σύζυγός του Πρόκλα, μετὰ τὸν φρικτὸ θάνατο τοῦ Πιλάτου, προσῆλθε στὴν Χριστιανικὴ πίστη καὶ ἀφοῦ ἔζησε μὲ ἀγαθότητα καὶ εὐσέβεια, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της εἰρηνικά.
[22]Τίτλος Ι θέμα 1ονκαιτίτλος 6οςθέμα 7ον
[23]Φλάβιος Ιώσηπος Lib. XIII, Cap. III, p.1(λίμπερο 18 κεφ. 3ο σ.1)
[24]Μέγας Συναξαριστής, Έκδοση Ε, Τόμος 7ος, σελ. 425
[25] Καίτοι δεν είναι ιστορικά τεκμηριωμένο, σύμφωνα με την παράδοση, αναφορές περιηγητών, τον λαογράφο Νικόλαο Πολίτη και το απόκρυφο βιβλίο με τίτλο «Τα πεπραγμένα τω Πιλάτω», το νεκρό σώμα του Καϊάφα έτυχε να πέσει στα χέρια των κατοίκων της Κρήτης, οι οποίοι και προσπάθησαν (χωρίς επιτυχία) να τον θάψουν όχι μία αλλά 7 φορές! Τον ξερνούσε η γη! Όπως αναφέρει η κρητική εφημερίδα Πατρίς, ο θρύλος λέει ότι μετά την Ανάσταση του Χριστού ο τότε Ρωμαίος αυτοκράτορας Τιβέριος κάλεσε τον Πιλάτο και τον Καϊάφα στη Ρώμη για να απολογηθούν. Όμως το πλοίο που τους μετέφερε ναυάγησε στα ανοικτά της Κρήτης. Ο Ιουδαίος αρχιερέας κατόρθωσε μεν να φτάσει στην Κρήτη, αλλά αρρώστησε και πέθανε στα χώματά της. Λέγεται ότι οι Κρητικοί προσπάθησαν 7 φορές να τον θάψουν αλλά μάταια: το επόμενο πρωί τον έβρισκαν έξω από το χώμα. Δηλαδή η γη τον ξερνούσε άλιωτο και «μαύρο σαν τον Κάη (Κάιν), για το μεγάλο κακό πώκαμε, που καταδίκασε τον Χριστό», όπως γράφει ο Νικόλαος Πολίτης. Τότε μαζεύτηκαν οι ντόπιοι σε ένα χωριό έξω από το Ηράκλειο (κοντά στην αρχαία Κνωσό), για να λύσουν το ζήτημα. Με κατάρες και βλαστήμιες τον κατάχωσαν κάτω από ένα σωρό με πέτρες κτίζοντας από πάνω ένα βαρύ μνήμα. Το σημείο της ταφής ονομάστηκε «του Καγιάφα το μνήμα». Θεωρούνταν καταραμένο και οι περαστικοί έριχναν πέτρες πάνω του και ξεστόμιζαν αναθέματα. Σύμφωνα με την παράδοση, το κτίσμα του τάφου σωζόταν μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, οπότε και καταστράφηκε προκειμένου να κατασκευαστεί ο δημόσιος δρόμος από το Ηράκλειο στις Αρχάνες και την Πεδιάδα.(βλ. Νατάσα Κοντολέτα Δικηγόρος ιστοσελίδα Πατρίς Νews 25-4-16)
[26] Ο Άννας, ο πρώην αρχιερέας των Ιουδαίων, ο οποίος «προανέκρινε» τον Ιησού, προκειμένου να προετοιμάσει αποτελεσματικά την καταδίκη Του, όντας ο ίδιος ο πρώτος από τους εχθρούς Του, ενώπιον του οποίου οδηγήθηκε ο Ιησούς μετά τη σύλληψή Του, στον κήπο της Γεθσημανής, εκτελέστηκε με ιδιαίτερα σκληρό τρόπο στη Ρώμη – τυλιγμένος γυμνός σε δέρμα βοδιού, κάτω από τον καυτερό ήλιο…, ενώ ο Πιλάτος, κατά μια άποψη πέθανε στη φυλακή, κατά άλλη, αφού, οδηγήθηκε δέσμιος στη Ρώμη, εκτελέστηκε από τον ίδιο τον αυτοκράτορα, ενώ, σύμφωνα με τρίτη άποψη, αυτοκτόνησε έχοντας εξοριστεί στη Γαλλία από τον αυτοκράτορα Καλιγούλα, διάδοχο του Τιβέριου.
[27]Χ. Δερμονοσιάδη ό. π.
[28]«Το Θείο Πάθος» ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών & πάσης Ελλάδος Εκδόσεις «ΧΡΥΣΟΠΗΓΗ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου