“Αυτά τα κοσμοϊστορικά γεγονότα μας φέρνει στη μνήμη κάθε χρόνο η ακολουθία των Χαιρετισμών…….θυμίζοντας σε όλους ότι στις πιο απελπισμένες στιγμές, όταν δεν υπάρχει ανθρώπινη βοήθεια, ύστατη ελπίδα παραμένει ο Θεός, αρκεί να πιστέψουμε σε Αυτόν. Γι’ αυτό και ο Ελληνισμός που γνώρισε αυτοκράτορες σαν τον Ηράκλειο προσδοκά οι ηγέτες του να δείχνουν την ίδια ευσέβεια.”
Λίγες εκκλησιαστικές ακολουθίες παραμένουν τόσο βαθιά εντυπωμένες στους Ορθόδοξους Έλληνες όσο η ακολουθία των Χαιρετισμών. Συνυφασμένη με τον ερχομό της άνοιξης, το ευωδιαστό αεράκι από κάποιον γειτονικό κήπο, την αξεπέραστη μελωδία των ύμνων η οποία επηρέασε και την κοσμική ελληνική μουσική, η ακολουθία των Χαιρετισμών έρχεται να συνδέσει την προσωπική χαρά για τη δυνατότητα της σωτηρίας με το συλλογικό ευχαριστήριο προς την Θεοτόκο.
Η προσωπική χαρά για την ανάκληση του πεσόντος Αδάμ, την οποία ευαγγελίζεται ο αρχάγγελος Γαβριήλ, συνοδεύεται από την θερμή ευχαριστία για την βοήθεια της Παναγίας στην πιο κρίσιμη στιγμή της Χριστιανικής Αυτοκρατορίας, όταν όλα έδειχναν πως το τέλος είναι αναπόφευκτο. Με αφορμή τον Ακάθιστο Ύμνο, θα θυμηθούμε στο σημερινό άρθρο εκείνες τις δύσκολες αλλά και ένδοξες ημέρες του έβδομου αιώνα, κατά τις οποίες το μέλλον του ανθρώπινου πολιτισμού παίχτηκε στα τείχη της Βασιλεύουσας.
Στις αρχές του έβδομου αιώνα, ο ελληνορωμαϊκός κόσμος βρέθηκε για άλλη μια φορά αντιμέτωπος με τον προαιώνιο εχθρό, τους Πέρσες, κι αυτή έμελλε να είναι η τελική αναμέτρηση. Μετά τον Μαραθώνα και την Σαλαμίνα, μετά την Ισσό και τα Γαυγάμηλα, μετά τους πολέμους του Ιουλιανού και του Ιουστινιανού, η υπερχιλιετής σύγκρουση πήρε πλέον την μορφή ολοκληρωτικού πολέμου. Όταν μάλιστα, τον Μάϊο του 614, ο βασιλιάς των Περσών Χοσρόης μπήκε στα Ιεροσόλυμα και σύλησε την Αγία Πόλη, αρπάζοντας το ιερότερο κειμήλιο της Χριστιανοσύνης, τον Τίμιο Σταυρό, ο πόλεμος άγγιξε το βαθύτατο θρησκευτικό συναίσθημα των Ρωμαίων. Στις φοβερές σφαγές που ακολούθησαν την κατάληψη της Ιερουσαλήμ έχασαν τη ζωή τους 66.500 Χριστιανοί, σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα Αντίοχο Στρατηγό (βλ. F.Conybeare, “Antiochus Strategos’ Account of the Sack of Jerusalem in A.D. 614”, The English Historical Review, July 1910, p.516) ενώ καταστράφηκαν 300 εκκλησίες, μοναστήρια και άλλα εκκλησιαστικά ιδρύματα. Άλλοι 35.000 άνθρωποι, μαζί με τον πατριάρχη Ζαχαρία, μεταφέρθηκαν αιχμάλωτοι στην Περσία. Η αρπαγή του Τιμίου Σταυρού προφανώς δεν είχε ιδιαίτερη αξία για τους ειδωλολάτρες Πέρσες. Επειδή, όμως, μια σύζυγος και διάφοροι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του Χοσρόη ήταν νεστοριανοί Χριστιανοί, δεν αποκλείεται να υποκίνησαν αυτή την ενέργεια, ώστε να χρησιμοποιήσουν το σημαντικότερο σύμβολο της Χριστιανοσύνης για τη νομιμοποίηση του δικού τους δόγματος.
Το 616 υποδουλώθηκε και η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Αυτοκρατορίας, η Αλεξάνδρεια και στην συνέχεια όλη η Αίγυπτος και η Καρχηδόνα, όπου ζούσε ο αυτοκράτορας Ηράκλειος πριν ανέλθη στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Ταυτόχρονα, άλλη περσική στρατιά εισέβαλε στη Μικρά Ασία και έφτασε ως την Χαλκηδόνα, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη.Ο Ηράκλειος αναγκάστηκε να πάη ο ίδιος στην Χαλκηδόνα και να προσφέρη πλούσια δώρα με αντάλλαγμα την προσωρινή ειρήνη.
Στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην οποία βρέθηκε το κράτος, η Εκκλησία διέθεσε στο κρατικό νομισματοκοπείο όλους τους θησαυρούς της σε χρυσό και αργυρά σκεύη. Ο Ηράκλειος προχώρησε σε μια εσπευσμένη ανασυγκρότηση του στρατού και ήταν έτοιμος για την απελευθερωτική εκστρατεία το 622. Στις 4 Απριλίου, Κυριακή του Πάσχα, με την στολή του απλού στρατιώτη κοινώνησε δημόσια. Την επόμενη μέρα προσευχήθηκε στην Αγια-Σοφιά, πήρε την Αχειροποίητη εικόνα του Χριστού, κατέβηκε στην παραλία και επιβιβάστηκε στα πλοία. Την φύλαξη της πόλης την ανέθεσε σε μια μικρή φρουρά – ουσιαστικά μόνο στην Παναγία. Τα αποχαιρετιστήρια λόγια του προς τον Πατριάρχη Σέργιο ήταν: «Εις χείρας της Θεομήτορος αφίημι την πόλιν ταύτην και τον υιόν μου». (Γεώργιος Μοναχός, «Σύντομο Χρονικό», 110.829.23). Πριν αρχίση τις εχθροπραξίες έστειλε πρέσβεις ζητώντας ειρήνη από τον Πέρση βασιλιά. Ο Χοσρόης απάντησε: «Ει αρνήσεται ο βασιλεύς υμών τον εσταυρωμένον και προσκυνήσει τω ηλίω, ποιώ ειρήνην» (Γεώργιος Μοναχός, «Σύντομο Χρονικό», 110.832.1). Ο πόλεμος δεν ήταν πια μόνο για την ελευθερία της πατρίδας, αλλά και για την πίστη του Χριστού.
Τα επόμενα τέσσερα χρόνια διεξήχθησαν αδυσώπητες συγκρούσεις στα βάθη της Μικράς Ασίας, στη Λαζική, στην Αρμενία. Τον Απρίλιο του 626 ο Ηράκλειος με όλο τον στρατό βρισκόταν στη Σεβάστεια. Τότε, ξαφνικά, πραγματοποιήθηκε ο χειρότερος εφιάλτης της βυζαντινής εξωτερικής πολιτικής, αυτό που πάντα προσπαθούσε να αποφύγη με απειλές, με συμμαχίες, με κατευνασμoύς, με δωροδοκίες. Για πρώτη και τελευταία, φορά της επιτέθηκαν συγχρόνως ο εχθρός από το Βορρά και ο εχθρός από την Ανατολή. Στις 29 Ιουλίου, και ενώ ο ρωμαϊκός στρατός βρισκόταν περίπου 800 χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα, εμφανίστηκε μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης ένα τεράστιο πλήθος Αβάρων (100.000 με 150.000). Τα μονόξυλα πλοία τους, «πλήθος άπειρον» κατά τον Θεοφάνη, κάλυψαν όλο τον Κεράτιο Κόλπο, «τον κόλπον του Κέρατος επλήρωσαν». Ταυτόχρονα, στην απέναντι ακτή του Βοσπόρου, στη Χαλκηδόνα, έφτασε ο περσικός στρατός, έτοιμος να επιτεθή από τη θάλασσα.
Η κατάσταση ήταν απελπιστική για τους πολιορκούμενους και αυτό το γνώριζε και ο χαγάνος, βασιλέας των Αβάρων. Απέρριψε όλες τις προτάσεις εκεχειρίας, που περιλάμβαναν την πληρωμή τεράστιων ετήσιων ποσών σε χρυσό καθώς και μεγάλη εφάπαξ πληρωμή, λέγοντας χαρακτηριστικά πως δεν είχαν ελπίδα σωτηρίας εκτός κι αν γίνονταν ψάρια για να διαφύγουν κολυμπώντας η πουλιά για να πετάξουν στον ουρανό («άλλως γαρ υμάς ουκ ένι σωθήναι, μη ιχθύες έχετε γενέσθαι και δια θαλάσσης απελθείν η πτερωτοί και εις τον ουρανόν ανελθείν» σημειώνει το «Πασχάλιο Χρονικό», πηγή σύγχρονη με τα γεγονότα).
Στις 6 Αυγούστου οι Άβαροι κατέλαβαν με έφοδο την εκκλησία των Βλαχερνών στο ευάλωτο βορειοανατολικό άκρο της πόλης και ετοιμάστηκαν για την τελική επίθεση σε συνεννόηση με τους Πέρσες. Έδωσαν εντολή στα μονόξυλα να επιτεθούν όταν δουν φωτιές στο ακραίο σημείο των θαλάσσιων τειχών, ώστε να δημιουργήσουν αντιπερισπασμό στον ρωμαϊκό στόλο και να μεταφερθούν με ασφάλεια οι Πέρσες με τα υπόλοιπα πλοία.
Εκείνη την δραματική νύχτα, καθώς ο πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη με την εικόνα της Παναγίας για να ενθαρρύνη τους υπερασπιστές και οι κάτοικοι της Βασιλεύουσας ανέπεμπαν δεήσεις στην Υπεραγία Θεοτόκο, η ρωμαϊκή κατασκοπεία κατάφερε να υποκλέψη το σύνθημα των εχθρών. Νωρίς τα ξημερώματα οι αμυνόμενοι άναψαν φωτιές στην άκρη των θαλάσσιων τειχών, προκαλώντας την άκαιρη επίθεση των μονόξυλων. Ο ρωμαϊκός στόλος περίμενε και τα εξολόθρευσε. Στην συνέχεια οι Ρωμαίοι επιτέθηκαν στα υπόλοιπα πλοία που είχαν αρχίσει να μεταφέρουν Πέρσες από την Χαλκηδόνα και τα βύθισαν όλα. Μέσα στον πανικό που ακολούθησε, απέτυχε και η χερσαία επίθεση των Αβάρων εκείνη την ημέρα, αφήνοντας χιλιάδες νεκρούς. Ο εμβρόντητος χαγάνος διέταξε τα υπολείμματα του στρατού του να αποχωρήσουν. Την επόμενη μέρα, 8 Αυγούστου, έφτασε στον Βόσπορο, μετά από πορεία 800 χιλιομέτρων, ο αδερφός του αυτοκράτορα, Θεόδωρος, επικεφαλής μεγάλης ρωμαϊκής στρατιάς. Η Βασιλεύουσα είχε σωθεί οριστικά από την χειρότερη δοκιμασία της μέχρι τότε ιστορίας της.
Οι κάτοικοι της Πόλης δεν είχαν καμιά αμφιβολία για το ποιός τους είχε σώσει: «μόνην γαρ οίμαι την Τεκούσαν ασπόρως τα τόξα τείναι και βαλείν την ασπίδα, και ταις αδήλοις συμπλοκαίς μεμιγμένην βάλλειν, τιτρώσκειν, αντιπέμπειν το ξίφος, ανατρέπειν τε και καλύπτειν τα σκάφη δούναί τε πάσι τον βυθόν κατοικίαν», έγραφε ο Γεώργιος Πισίδης που παραβρέθηκε στα γεγονότα («Εις την γενομένην έφοδον των βαρβάρων και εις την αυτών αστοχίαν», στ. 451-456). «Τη του θεού δυνάμει και συνεργία και ταις πρεσβείαις της αχράντου και θεομήτορος παρθένου ηττήθησαν» σημείωνε ο Θεοφάνης. Άλλωστε ο ίδιος ο χαγάνος ομολογούσε κατάπληκτος στη διάρκεια της μάχης ότι «εγώ θεωρώ γυναίκα σεμνοφορούσαν περιτρέχουσαν εις το τείχος μόνην ούσαν» (Πασχάλιο Χρονικό, 725). Όλος ο λαός, με επικεφαλής τον πατριάρχη Σέργιο, έτρεξε στην εκκλησία της Παναγίας των Βλαχερνών για να ευχαριστήση την Παναγία. Εκείνο το βράδυ της 8ης Αυγούστου 626, όρθιοι έψαλαν τον ύμνο που από τότε ονομάστηκε «Ακάθιστος», δοξολογώντας και αποδίδοντας την σωτηρία «τη υπερμάχω στρατηγώ», γνωρίζοντας ότι αυτή αποδείχθηκε «της βασιλείας το απόρθητον τείχος».
Δυό χρόνια αργότερα, ο Ηράκλειος εισήλθε θριαμβευτικά στην περσική πρωτεύουσα, την Κτησιφώντα, και υπέταξε οριστικά τον αιώνιο αντίπαλο. Βρήκε τον Τίμιο Σταυρό και τον ύψωσε πανηγυρικά και πάλι στα Ιεροσόλυμα. Ήταν πλέον ο αληθινός πλανητάρχης, τα κατορθώματα του οποίου υμνήθηκαν επί αιώνες σε Ανατολή και Δύση, όπως φαίνεται από το έργο του Άραβα ιστορικού Ίμπν Καθίρ (14ος αιώνας), το Φραγκικό «Χρονικό του Φρεντεγκάρ» (7ος αιώνας), την τοιχογραφία του καθεδρικού ναού του Μπράουνσβαϊγκ (12ος αιώνας) και την τοιχογραφία της Σάντα Κρότσε της Φλωρεντίας (14ος αιώνας).
Στις 15 Μαΐου, Κυριακή της Πεντηκοστής, από τον άμβωνα της Αγια-Σοφιάς αναγνώστηκε το νικητήριο διάγγελμα του αυτοκράτορα, το οποίο διασώζεται στο «Πασχάλιο Χρονικό». Η αρχή του είναι ενδεικτική του πνεύματος των προγόνων μας, ανεξαρτήτως θέσης και εξουσίας: «Αλαλάξατε τω θεώ πάσα η γη, δουλεύσατε τω κυρίω εν ευφροσύνη, εισέλθετε ενώπιον αυτού εν αγαλλιάσει, και γνώτε ότι κύριος αυτός εστιν ο θεός. αυτός εποίησεν ημάς και ουχ ημείς. ημείς δε λαός αυτού εσμεν και πρόβατα νομής αυτού». Και συνεχίζει λίγο παρακάτω, δηλώνοντας ότι η ήττα του Χοσρόη δεν οφείλεται στην εγκόσμια υπεροπλία των Ρωμαίων, αλλά στην ασέβειά του προς τον μόνον αληθινό Θεό: [...] (Πασχάλιο Χρονικό, 727-728).
.
Πηγή:Αναστασίου Φιλιππίδη, Ιστορική αναδρομή στα χρόνια του Ακαθίστου, περιοδικό Παρέμβασις, Μάρτιος 2006
ηλεκτρονική πηγή κειμένου:http://chilonas.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου