Παρμένοι από το βιβλίο "ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἀπό τή Μηλιά Αμμοχώστου"
Τό 1963 ὅταν ἐφτίαχνε τίς βεράντες τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Ἀνδρονίκου, μιάς καί πάντα ἔβρισκε κάτι νά κάνει γιά τήν ἐκκλησία, ζήτησε βοήθεια ἀπό τόν Ἀντρέα Λεβέντη καί αὐτός δέν τοῦ ἀρνήθηκε καθώς τόν εἶχε βοηθήσει καί παλαιότερα. Καθώς ξεκίνησαν τή δουλειά γυρνᾶ ὁ Ἀντρέας καί λέει στόν παππού: «Μά γιατί μᾶς ἔφερες θεῖε Χατζή; Νά, τώρα κτυποῦν (βομβαρδίζουν) οἱ Τοῦρκοι καί θά μᾶς «φάνε». Ἄρχισαν νά κτυποῦν στήν Ὀμορφίτα». «Μή φοβᾶσαι Ἀντρίκκο μου», ἀπαντᾶ ὁ παππούς, «τώρα δέ μποροῦν νά κάνουν τίποτα. Ὕστερα, ὕστερα …», τοῦ λέει, ἀφήνοντας τήν κουβέντα αὐτή χωρίς νά τή ξεκαθαρίσει.
Ἄλλοτε ἔλεγε προφητικά τά ἑξῆς λόγια: «Θά ἔρθει μία ὥρα πού θά τρέχετε σάν τίς καμῆλες, θά φοβάστε νά κοιτάξετε πίσω σας. Ἐκεῖ πού θά πάτε θά νομίζετε πώς πήγατε στό πανηγύρι. Οὔτε θά πεινάσετε οὔτε θά διψάσετε. Πολλά κράτη θά ἐνδιαφερθοῦν ἀλλά οἱ Τοῦρκοι δέ θά ἀκοῦνε κανένα, θά εἶναι ἀνένδοτοι. Ὅμως θά ἔρθει ἡ ὥρα πού θά ξαναρθεῖτε στά σπίτια σας. Τήν ὥρα αὐτή πού θά ἔρθετε θά πέσετε κατά γῆς, θά ταπεινωθεῖτε». Ὁ κόσμος δέν πολύ καταλάβαινε. Τοῦ λέει τότε ὁ μεγάλος του γιός ὁ Ἀντωνής: «Χατζή, μά εἶπες ὅτι πολλά κράτη θά ἐνδιαφερθοῦν ἀλλά οἱ Τοῦρκοι θά εἶναι ἀνένδοτοι καί μετά λές ὅτι θά ἐπιστρέψουμε.
Πῶς θά γίνει κάτι τέτοιο; Μήπως δέ θά τσακωθοῦμε μεταξύ μας;» (Οἱ ἀντίθετες πολιτικές παρατάξεις) «Θά ἔρθετε, τοῦ ἀπαντά. Θά τό θελήσει ἡ Παναγία καί θά ἔρθετε, ἀλλά σᾶς τό ξαναλέω ὅτι θά ταπεινωθεῖτε, θά πέσετε κατά γῆς. Ὁ Θεός γνωρίζει πότε καί θά σᾶς ἐλευθερώσει («θά σᾶς ξαπόλησει») ὅταν θά εἴσαστε ἐντάξει μεταξύ σας». «Ὅταν θά ἔρθετε πίσω, ἐκεῖ θά εἶναι τά κλάματα» εἶπε μία ἄλλη φορά. Στήν κα Σαλώμη ἔλεγε: «Θά μαυροφορήσει ὅλη ἡ Κύπρος καί θά γυρεύετε τήν πιό μικρή σπηλιά, τήν πιό μικρή τρύπα νά τρυπώσετε. Θά γίνει μεγάλο κακό στήν Κύπρο. Ἐσεῖς θά φύγετε, ἐγώ ὅμως θά μείνω». (Έννοοῦσε ὅτι θά πέθαινε καί θά θαβόταν ἐκεῖ πρίν ἀπό τόν πόλεμο)
Πῶς θά γίνει κάτι τέτοιο; Μήπως δέ θά τσακωθοῦμε μεταξύ μας;» (Οἱ ἀντίθετες πολιτικές παρατάξεις) «Θά ἔρθετε, τοῦ ἀπαντά. Θά τό θελήσει ἡ Παναγία καί θά ἔρθετε, ἀλλά σᾶς τό ξαναλέω ὅτι θά ταπεινωθεῖτε, θά πέσετε κατά γῆς. Ὁ Θεός γνωρίζει πότε καί θά σᾶς ἐλευθερώσει («θά σᾶς ξαπόλησει») ὅταν θά εἴσαστε ἐντάξει μεταξύ σας». «Ὅταν θά ἔρθετε πίσω, ἐκεῖ θά εἶναι τά κλάματα» εἶπε μία ἄλλη φορά. Στήν κα Σαλώμη ἔλεγε: «Θά μαυροφορήσει ὅλη ἡ Κύπρος καί θά γυρεύετε τήν πιό μικρή σπηλιά, τήν πιό μικρή τρύπα νά τρυπώσετε. Θά γίνει μεγάλο κακό στήν Κύπρο. Ἐσεῖς θά φύγετε, ἐγώ ὅμως θά μείνω». (Έννοοῦσε ὅτι θά πέθαινε καί θά θαβόταν ἐκεῖ πρίν ἀπό τόν πόλεμο)
Σέ μία ἄλλη περίπτωση εἶπε στόν γιό του τόν Ἀντωνή γιά τό Κυπριακό: «Θά πᾶνε μέχρις ἐκεῖ γιά νά ὑπογράψουν συμφωνία, ἀλλά τελικά δέ θά τήν ὑπογράψουν. Ὁ σατανᾶς θά βάλει ἐμπόδια (θά «μπαρκάσει») καί ἔτσι δέ θά ὑπογράψουν τά χαρτιά. Τό πρόβλημα ὅμως θά λυθεῖ ἀπό μόνο του. Τότε ὁ Ντεκτάς θά πάει στή Μέκκα γιά νά γλιτώσει».
Κάποτε εἶπε γιά τό Κυπριακό «Διχοτόμηση δέν θά γίνει. Δέν μποροῦν οἱ Τοῦρκοι νά κάνουν διχοτόμηση». Ἄλλοτε μιλώντας του, ὁ γιός του ὁ Ἀντωνῆς, γιά τή δύναμη τῶν Τούρκων τοῦ εἶχε πεῖ πώς «οἱ Τοῦρκοι θά μᾶς φᾶνε». Τότε ὁ πατέρας του ἀπάντησε μέ τά ἑξῆς λόγια: «Ἄκου γιέ μου, θά ἔρθει μία ὥρα πού τρεῖς μόνον ἀνθρῶποι τήν Κύπρο θά μποροῦν νά τήν ἐλευθερώσουν. Καί ἡ Κύπρος θά ἐλευθερωθεῖ ἀπό μόνη της χωρίς νά τήν βοηθήσει κανένας». Ὅπως ὁμολογεῖ ὁ κύριος Ἀντωνῆς δέν ἦταν, οὔτε καί εἶναι εὔκολο νά ἐννοήσει κάποιος τά πιό πάνω λόγια.
Μερικοί συγχωριανοί του οἱ ὁποῖοι ἄκουσαν τί ἔλεγε σχετικά μέ τήν ἀπελευθέρωση τῆς Κύπρου, μή πιστεύοντας στά λόγια του, τοῦ εἶπαν ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη τόσα χρόνια εἶναι κάτω ἀπό Τουρκική κατοχή καί ἀκόμα δέν ἐλευθερώθηκε καί πῶς τάχα ἐμεῖς θά ἐλευθερωθοῦμε; «Θά ἔρθει κι' αὐτούς ἡ ὥρα τους πού θά τά πάρουν πίσω», τούς ἀπάντησε. «Ὁ Θεός δέν βιάζεται».
Τό 1963 ὁ κ. Ἀντωνής, ὅπως καί ἄλλοι, ἔβγαζαν σκοπιές καί περιφρουροῦσαν τό χωριό ἀφοῦ, ὅπως διηγεῖται, ὑπῆρχε πληροφορία ὅτι τά πολεμικά πλοῖα τῶν Τούρκων ἦταν διάσπαρτα στή Μεσόγειο. Μεσάνυκτα, μετά τή σκοπιά, πέρασε ἀπό τό σπίτι τοῦ πατέρα του σάν νά περίμενε κάτι νά ἀκούσει ἀπ’ αὐτόν. Ὁ πατέρας του πλαγίαζε στό σαλόνι καί μόλις τόν εἶδε γύρισε καί τοῦ εἶπε: «Τί κάνεις τέτοια ὥρα ξύπνιος παιδί μου;» «Νά, φρουρούσαμε στό δρόμο τοῦ Λαπάθου καί εἶπα νά περάσω νά δῶ ἄν εἶσαι ξύπνιος. Μᾶς εἶπαν ὅτι ἔρχονται οἱ Τοῦρκοι γιά νά εἰσβάλουν στό νησί καί πώς τώρα βρίσκονται στή Μεσόγειο».
«Δέ σοῦ εἶπα γιέ μου νά πέφτεις νά κοιμᾶσαι καί νά μήν γυρίζεις πλευρό; Σοῦ τό ἔχω ξαναπεῖ, τά νέα ἐδῶ νά ἔρχεσαι νά τά μαθαίνεις καί ὄχι στά ραδιόφωνα. Πήγαινε σπίτι γιέ μου πέσε νά κοιμηθεῖς καί ἐμεῖς δέν ἔχουμε καμιά εἰδοποίηση. Οἱ Τοῦρκοι θά ἔρθουν ἀλλά δέν θά ἔρθουν τώρα, μετά θά ἔρθουν καί θά πάρουν τήν Κύπρο τή μισή». «Ἄς μᾶς ἀφήσουν καί μέχρι τό πρωί θά τούς καθαρίσουμε», λέει μέ θάρρος ὁ Ἀντωνής. «Ρέ Ἀντωνούι, οἱ Τοῦρκοι θά ἔρχονται ἀπό τό χωριό σου καί ἐσύ ἀπό τό χωριό τους δέ θά μπορεῖς νά περάσεις», τοῦ εἶπε τότε ὁ πατέρας του κουνώντας τό κεφάλι του. Ὡσάν νά ἔβλεπε δηλαδή τό τί θά ἐπακολουθοῦσε μπροστά του. Μετά ἀπό λίγες μέρες οἱ Τοῦρκοι ἔκλεισαν τούς Τουρκοκύπριους μέσα σέ θύλακες καί δέν ἄφηναν κανένα νά περάσει ἀπό τά χωριά τους.
«Μά δέν εἴμαστε μόνοι μας, ἔχουμε καί τήν Ἑλλάδα», τοῦ ξαναλέει ὁ Ἀντωνής.
«Κανένα δέν ἔχουμε ὑπέρ μας, εἶναι ὅλοι ἐναντίον μας. Οἱ Τοῦρκοι θά ἔρθουν ὕστερα καί ὅλοι θά τούς ζητοῦν νά σταματήσουν καί αὐτοί δέ θά σταματοῦν (μεταξύ 23-26 Ἰουλίου 1974 συμφωνήθηκε ἐκεχειρία πού οἱ Τοῦρκοι ὅμως δέν σεβάστηκαν). Καί τότε θά ἀφήσετε τά σπίτια σας ὅπως εἶναι καί θά φύγετε. Θά πέφτετε ὁ ἕνας πάνω στόν ἄλλο (θά εἴσαστε ὅλοι μαζί στριμωγμένοι) χωρίς νά πειράζει ὅμως ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Μετά ὁ κόσμος θά ἁμαρτήσει. Θά ἀργήσετε λίγο νά ἔρθετε πίσω. Ὅταν θά ἔρθετε πίσω, τότε θά εἶναι τά κλάματά σας. Τότε θά δώσει νόηση στόν κόσμο ὁ Θεός, νά καταλάβει τό δρόμο τόν ὀρθό ποιός εἶναι. Πολλοί Τοῦρκοι ἀπό τά ἔργα τά καλά, θά γίνουν Χριστιανοί. Τούτη ἡ Παναγία καί τίς πέτρες θά τίς κάνει Χριστιανές ἐκείνη τήν ὥρα, ὄχι μόνο τούς ἀνθρώπους. Θά ἔρθει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Ὁ κόσμος θά περπατᾶ μέ τό κεφάλι σκυφτό. Ἡ Κύπρος θά ἐλευθερωθεῖ ἀπό μόνη της χωρίς νά τή βοηθήσει κανένας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου