Μάταια προσπαθούσε η πεντάχρονη Μαίρη να πείσει τον πατέρα της να την προσέξει. Νυσταλέος και κατάκοπος είχε επιστρέψει στο σπίτι με ένα βουνό βάσανα , ασφυκτικό σαμάρι στη ραχοκοκαλιά του. Δεν ήξερε αν ζει ή αν πεθαίνει....το βάρος ήταν ασήκωτο και για τους πιο γενναίους ανδρικούς ώμους..έπρεπε να αντέξει. Φευγαλέα έριξε μία λοξή ματιά στη Μαιρούλα με σφιγμένα χείλη, γεύση πικρή που δεν άφηνε περιθώριο να λύσει τη σιωπή του , να αγκαλιάσει την μικρή του κόρη και να εκδηλώσει ελεύθερα την πατρική του στοργή. Δεν ήταν το μόνο βράδυ, ήταν μία παγερή και άκρως απαράδεκτη για τη παιδική ψυχή πατρική συνήθεια....μέχρι που μία ημέρα, Θεού θέλοντος, γύρισε πραγματικά σελίδα και άλλαξε το σενάριο εκείνης της δύστυχης οικογένειας.
-Σ΄αγαπώ πολύ μωρό μου, της είπε την επόμενη ημέρα επιδεικτικά, όταν θέλησε να εκτονωθεί συναισθηματικά για μία επαγγελματική του επιτυχία. Η κόρη του τον κοίταξε αδιάφορα....όλη τη σιγουριά και σταθερότητα έβρισκε , όταν την χρειαζόταν, στην αγκαλιά της γιαγιάς της, καθώς και η ίδια η μητέρα της ήταν πολυάσχολη.
Ο μεγαλύτερος αδελφός της, ο Κωστής, που τελείωνε την έκτη Δημοτικού, ρώτησε μία ημέρα τον παππού του:
-Γιατί παππού, αφού δεν έχουν χρόνο οι γονείς μας να ασχοληθούν μαζί μας αποφάσισαν και μάς γέννησαν; Για να λένε ότι έχουν οικογένεια και να μη χωρίσουν;