Διήγηση Άνθιμου Μοναχού Διονυσιάτου
Ο μοναχός Άνθιμος μου διηγήθηκε και τα ακόλουθα : «Κατά την εποχήν όπου ήμην μάγειρος μίαν Κυριακήν όπου ετελείτο αγρυπνία, επήρα από το Σάββατον εσπέρας από τον δοχειάρην ρεβίθια να βράσω. Τα εμούσκευσα κατά την συνήθειαν και εις την ώραν του όρθρου τα έβαλα εις το καζάνι και έβραζον.
Τα έβραζα επί τρεις συνεχείς ώρας. Εξώδευσα δύο φορεία ξύλα, και τα ευλογημένα (ή κάλλιον ειπείν τ΄ αφορισμένα) αντί να μαλακώσουν και να βράσουν, περισσότερον έσφιγγον και εσκληρύνοντο. Δεν φαντάζεσαι, αδελφέ, την στενοχωρίαν μου. Πώς να τραπεζώσω ;
Οι πατέρες όλην την νύχτα ν΄ αγρυπνούν εις την εκκλησίαν και να μείνουν νηστικοί εις την τράπεζαν ;