Ως γνωστόν, σύνοδοι συγκροτούνταν πάντοτε με αφορμή την διατάραξη της ειρήνης του πληρώματος της Εκκλησίας, λόγω της εμφάνισης και της διάδοσης κάποιας αιρέσεως.(1)
Πώς, λοιπόν, ο λαός μας ο πιστός να αναγνωρίσει την αναγκαιότητα της ‘’αγίας και μεγάλης συνόδου’’, η οποία ούτε επεσήμανε ούτε και καταδίκασε κάποια αίρεση;
Πώς οι φιλότιμοι παπάδες μας και ο απλός πιστός ελληνικός λαός να πούνε το ‘’ναι’’ σε αποφάσεις μιας συνόδου, που αντί να καταδικάσει τις αιρέσεις, τις ονόμασε ‘’εκκλησίες’’ και αντί να αναθεματίσει τους αιρετικούς, τους έβαλε και κάθισαν σε θέσεις τιμητικές, όχι μονάχα μέσα στην αίθουσα των συνεδριάσεων, αλλά και μέσα στην Θεία Λειτουργία, ημέρα της Πεντηκοστής;(2)
Το πλήρωμα της Εκκλησίας δεν εφησυχάζει, όπως διακαώς θα επιθυμούσαν μερικοί. Το πλήρωμα της Εκκλησίας αγρυπνεί. Και για την επαγρύπνηση αυτή, όλως παραδόξως, φρόντισαν οι ίδιοι οι διοργανωτές του Κολυμπαρίου!(3)