Το χιονόνερο που έπεφτε ήταν εκνευριστικό. Ο δυνατός βοριάς δεν άφηνε τίποτε όρθιο. Το τσουχτερό κρύο ήταν ανυπόφορο.
Ο Μάρκος τυλίχθηκε με μία κουβέρτα και ζάρωσε πάνω στα πρόχειρα χαρτόκουτα που είχε στρώσει. Αναστέναξε βαριά. Ήπιε μία γουλιά νερό από το μπουκάλι. Όλα τα στοιχεία έδειχναν πως η νύκτα που θα ακολουθούσε θα ήταν εφιαλτική.
Αναρωτιόταν αν θα ξημέρωνε ζωντανός η αν θα πάγωνε. Κοιτούσε δεξιά -αριστερά μη τυχόν και περάσει κάποιος περαστικός και ανοίξει κουβέντα. Το εμπορικό Κέντρο δίπλα του είχε σχεδόν αδειάσει. Ασυναίσθητα κοίταξε τον ουρανό. «Γιατί Θεέ μου έφθασα σ’ αυτήν την κατάσταση; Γιατί με τιμωρείς τόσο σκληρά;» ψέλλισε! Κοιτούσε σαν να προσδοκούσε μία απάντηση. Μάταια όμως περίμενε. Το ρολόι που ήταν αναρτημένο στο εμπορικό κέντρο έδειχνε 1:45 π.μ.
Κοίταξε τις απέναντι πολυκατοικίες. Τα φώτα των διαμερισμάτων ήταν όλα κλειστά. Μόνο ένα εξ αυτών ήταν ανοικτό. Κάποιος άρρωστος η κανένα μωρό θα τους κρατά ξάγρυπνους, σκέφτηκε.